Σχηματική παράσταση της δημιουργίας ενός ραδιενεργού νέφους μετά από πυρηνική έκρηξη εδάφους. Το ραδιενεργό νέφος αποτελείται από τα υλικά του όπλου καθώς και από τα υλικά του κρατήρα που προκλήθηκε (χώματα, πετρώματα κλπ). Όλα αυτά τα υλικά έχουν καταστεί ραδιενεργά και εναποτίθενται γύρω από το σημείο μηδέν καθώς και σε μεγάλες αποστάσεις από αυτό ανάλογα με τις ατμοσφαιρικές συνθήκες και το είδος της έκρηξης.

Μετά την πυρηνική έκρηξη τα ισότοπα της σχάσης των πυρηνικών εκρηκτικών αποτελούν ένα θερμό μίγμα και ξεπερνούν τα διακόσια. Τα βραχύβια ραδιενεργά ισότοπα θα εξασθενήσουν γρήγορα ενώ τα μακρόβια δεν θα δημιουργήσουν ιδιαίτερα προβλήματα λόγω της ελάχιστης ραδιενέργειας που φέρουν. Όμως, υπάρχουν διάφορα άλλα μεσόβια ισότοπα τα οποία έχουν αρκετά μικρό χρόνο ημίσειας ζωής ώστε να είναι εξαιρετικά ραδιενεργά αλλά επίσης και αρκετά μεγάλο χρόνο ημίσειας ζωής ώστε να παραμένουν στο περιβάλλον για μεγάλο χρονικό διάστημα. Ορισμένα από τα πιο σημαντικά ισότοπα που εμπεριέχονται στο ραδιενεργό νέφος μιας πυρηνικής έκρηξης και συμβάλουν σημαντικά στην παραμένουσα ραδιενέργεια είναι:

Στρόντιο 90

Το Στρόντιο έχει χρόνο ημίσειας ζωής 28,6 χρόνια. Έχει παρόμοιες χημικές ιδιότητες με το Ασβέστιο και μπορεί έτσι να περάσει στην τροφική αλυσίδα ( αντικαθιστώντας το Ασβέστιο) και να επηρεάσει την ανάπτυξη των φυτών και των ζώων. Αν και τα φυτά και τα ζώα προτιμούν το Ασβέστιο ( διαχωριστικός παράγοντας) όταν το έδαφος και η διατροφή είναι φτωχά σε ασβέστιο τότε το Στρόντιο αναπληρώνει το κενό. Όσο μεγαλύτερη είναι η έλλειψη σε Ασβέστιο σε ένα οργανισμό τόσο μεγαλύτερη ποσότητα Στροντίου  μπορεί να απορροφηθεί, συνεπώς συνιστάται η αύξηση του Ασβεστίου στη δίαιτα των ανθρώπων, τα σιτηρέσια των ζώων καθώς και στα λιπάσματα ώστε να μειωθεί η πρόσληψη  Στροντίου. Με τον τρόπο αυτό μειώνεται και η ρύπανση του μητρικού γάλατος.

Στον άνθρωπο και τα ζώα το Στρόντιο συγκεντρώνεται στα οστά  και παραμένει εκεί για μεγάλο χρονικό διάστημα. Ο βιολογικός χρόνος υποδιπλασιασμού του είναι 2300 ημέρες. Θα παραμείνει λοιπόν στα οστά για αρκετό καιρό προκαλώντας βλάβες στο μυελό των οστών και κατ’επέκταση στο αιμοποιητικό σύστημα.

Καίσιο-137

Ο φυσικός του χρόνος υποδιπλασιασμού είναι 30 χρόνια. Η χημική του συμπεριφορά είναι παρόμοια με του Καλίου και φυσικά όπως στην περίπτωση του Στροντίου όταν υπάρχει έλλειψη Καλίου  το κενό αναπληρώνει το Καίσιο. Επειδή  το Καίσιο στο χώμα, όπως και το Κάλιο, συνδέεται με αργιλικά συστατικά του εδάφους έχει μικρότερη τάση από την αντίστοιχη του Στροντίου να προσλαμβάνεται από τους οργανισμούς και η σχετική του επικινδυνότητα είναι μικρότερη. Στα ζώα συγκεντρώνεται στους μύες και το γάλα μέσω της γαστρεντερικής απορρόφησης. Στον άνθρωπο συγκεντρώνεται στους μαλακούς ιστούς με βιολογικό χρόνο υποδιπλασιασμού που είναι συνάρτηση ηλικίας και φύλου. Κατά μέσο όρο για τους άνδρες είναι 100 ημέρες, τις γυναίκες 84 ημέρες και τα παιδιά περίπου 50 ημέρες.

Ιώδιο-131

Ο χρόνος ημίσειας ζωής του Ιωδίου είναι 8 ημέρες. Συνεπώς η  έμμεση ρύπανση των φυτών από το ισότοπο αυτό είναι αμελητέα. Για την άμεση ρύπανση των φυτών όμως ένα ποσοστό Ι-131 περνάει στο εσωτερικό των φυτών αλλά και πάλι η μόλυνση δεν είναι σημαντική. Στα ζώα μεταφέρεται στο γάλα μέσω της τροφής και παρουσιάζει μέγιστη συγκέντρωση εκεί μέσα σε διάστημα μιας ημέρας. Η  μετακίνηση των ζώων από την περιοχή της ρυπασμένης τροφής είναι η καλύτερη λύση. Στον άνθρωπο  το  Ι-131 προσλαμβάνεται μέσω της τροφής  του (γάλα, νωπά λαχανικά) και το μεγαλύτερο μέρος συγκεντρώνεται στο θυρεοειδή αδένα. Ασφαλώς όσο μεγαλύτερος είναι ο θυρεοειδής αδένας (μεγαλύτερη ηλικία) τόσο μεγαλύτερη ποσότητα Ιωδίου απαιτείται για να προκληθούν βλάβες.

Όπως και στην περίπτωση των άλλων ισοτόπων κάθε έλλειψη Ιωδίου στον οργανισμό θα οδηγήσει σε προσαύξηση της πρόσληψης του Ιωδίου-131. Αξίζει να αναφέρουμε ότι μια από τις μεθόδους αντιμετώπισης ραδιενεργού επίπτωσης είναι η χορήγηση ταμπλέτων φυσικού Ιωδίου-127 το οποίο θα εξασκήσει ανταγωνιστική δράση στο ραδιενεργό Ιώδιο-131

YouTube Preview Image

Διαβάστε περισσότερα στα βιβλία ΕΛΕΓΧΟΣ ΟΠΛΩΝ και ΟΠΛΑ ΕΚΦΥΛΙΣΜΕΝΟΥ ΟΥΡΑΝΙΟΥ του Δρ.Θεοδώρου Λιόλιου

Κάντε ένα σχόλιο