Από το φθινόπωρο του 2008 η παγκόσμια οικονομία έχει εισέλθει στη δίνη μιας βαθιάς κρίσης. Η κρίση αυτή, που ξεκίνησε ως χρηματοπιστωτική από τις ΗΠΑ και μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα επεκτάθηκε και στον πραγματικό τομέα της οικονομίας, προκάλεσε έντονες αναταράξεις και στη λειτουργία της ευρωπαϊκής οικονομίας.

Στο βαθμό που ο ευρωπαϊκός τραπεζικός τομέας είχε εμπλακεί στη διαχείριση των «μολυσμένων» χρηματοπιστωτικών, αμερικανικών προϊόντων, η αντανάκλαση της κρίσης στην Ευρώπη ήταν βέβαιη, άμεση και καθοριστική.

Πολλές ευρωπαϊκές κυβερνήσεις στο πλαίσιο της διάσωσης του τραπεζικού τους τομέα, αλλά και της ενίσχυσης της ρευστότητας των οικονομιών τους, χρηματοδότησαν το πιστωτικό τους σύστημα με δημόσια κεφάλαια, ύψους δεκάδων δισεκατομμυρίων ευρώ.

Αυτές οι πολιτικές επιλογές, μπορεί να αντιμετώπισαν, βραχυπρόθεσμα τουλάχιστον, την απειλή της κατάρρευσης, επέκτειναν ωστόσο τα δημοσιονομικά ελλείμματα και προκάλεσαν μια κρίση χρέους.

Οι εξελίξεις αυτές, σε αρκετές χώρες της ευρωζώνης αλλά και ευρύτερα της ΕΕ, επιταχύνθηκαν περαιτέρω, κυρίως, λόγω του ακόλουθου συνδυασμού:

(α) της ανάγκης άμεσης προσφυγής ορισμένων κυβερνήσεων, στις διεθνείς αγορές και της αναζήτησης πιστώσεων για την κάλυψη του εξωτερικού τους χρέους,

(β) της ισχύος, των προσδοκιών αλλά και των απαιτήσεων του διεθνούς κερδοσκοπικού κεφαλαίου,

(γ) της ανάγκης διαχείρισης του κοινού νομίσματος, εν μέσω κρίσης, χωρίς ωστόσο να υπάρχουν οι σχετικοί, κατάλληλοι μηχανισμοί.

Με αφορμή την «ελληνική κρίση», αλλά κυρίως μετά από τις πρωτοβουλίες του Έλληνα Πρωθυπουργού, του Γ. Παπανδρέου, που υποστήριζε ότι η κρίση δεν μπορεί και δεν πρέπει να εκληφθεί ως αμιγώς ελληνική αλλά, μάλλον, ως μια γενικότερη κρίση που αφορά την ευρωζώνη και επηρεάζει το ευρώ, η Ευρώπη αποφάσισε να κινητοποιηθεί και να δημιουργήσει έναν ευρωπαϊκό μηχανισμό στήριξης των οικονομιών που απειλούντο από την κρίση.

Η αμήχανη και μάλλον καθυστερημένη αντίδραση των Βρυξελλών απέναντι στις διεθνείς καταιγιστικές οικονομικές εξελίξεις, έφερε στην επιφάνεια μια σειρά από σοβαρά προβλήματα της Ένωσης, όπως ήταν:

(α) το έλλειμμα ύπαρξης των κατάλληλων μηχανισμών αντιμετώπισης των κρίσεων, στο πλαίσιο της νομισματικής ένωσης της Ευρώπης,

(β) μια πολιτική δυσαρμονία, στρατηγικής υφής, που αναπτύσσεται στους κόλπους της ευρωζώνης, και ευρύτερα της Ένωσης, αλλά και,

(γ) την ανάδειξη ενός γερμανικού, «οικονομικού εθνικισμού» που, ενώ αρχικά προκάλεσε μια εμπορική ανισορροπία στην ευρωζώνη, στη συνέχεια επέβαλε συγκεκριμένους όρους για τη λειτουργία του ευρωπαϊκού μηχανισμού στήριξης, όπως ήταν:

(ι) η εμπλοκή του ΔΝΤ,

(ιι) η ενίσχυση των ασφυκτικών ελέγχων των προϋπολογισμών,

(ιιι) η έναρξη ενός διαλόγου για την αλλαγή, και ουσιαστικά την επιδείνωση, των όρων διασφάλισης του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης (μείωση των ελλειμμάτων από το 3% στο 1%, επιβολή κλιμακούμενων ποινών σε κράτη που θα ξεπερνούν τα τιθέμενα όρια κλπ).

Με άλλη διατύπωση, μπροστά στην επιδείνωση της κρίσης που προήλθε από τις δομικές αναδιαρθρώσεις της παγκόσμιας οικονομίας, καθώς και από την αυτόνομη δράση των νέων, παγκόσμιων, οικονομικών υποκειμένων, η Ευρώπη φαίνεται να προσανατολίζεται στην υιοθέτηση της πολιτικής του απόλυτου ελέγχου των δημόσιων οικονομικών.

Είναι προφανές, ότι κανένας δεν μπορεί να υποστηρίξει ούτε τα μεγάλα δημοσιονομικά ελλείμματα ούτε φυσικά το υπερβολικό δημόσιο χρέος.

Ωστόσο, από την άλλη πλευρά, ο απόλυτος τρόπος με τον οποίο προσεγγίζεται η διαμόρφωση των κρατικών προϋπολογισμών και οι ασφυκτικοί περιορισμοί τους, σε περίοδο κρίσης, είναι δυνατόν να προκαλέσει πολλά και σοβαρά προβλήματα, όπως μεταξύ των άλλων είναι:

(α) η μείωση των δημόσιων επενδύσεων, η όξυνση της ύφεσης και η επέκταση της ανεργίας,

(β) η αποδόμηση του κράτους πρόνοιας,

(γ) η υποβάθμιση του τομέα άμυνας και ασφάλειας.

Σε ότι αφορά τον τελευταίο αυτόν τομέα, θα πρέπει να δοθεί μεγαλύτερη έμφαση, όχι μόνο γιατί επηρεάζει άμεσα και καταλυτικά την εθνική κυριαρχία και την εδαφική ανεξαρτησία μιας χώρας, αλλά και στο βαθμό που η ασφάλεια και η άμυνα συνδέονται στενά και διαλεκτικά με την εξέλιξη της οικονομικής ανάπτυξης.

Η άμυνα αντιμέτωπη με την κρίση

Η οικονομική κρίση εμφανίζεται σε μια περίοδο όπου η ευρωπαϊκή άμυνα και ασφάλεια αντιμετωπίζει τρεις, τουλάχιστον, προκλήσεις:

(1) Καταρχήν, έχουν ενταθεί ο κίνδυνοι και οι απειλές κατά της διεθνούς και περιφερειακής ασφάλειας, ιδιαίτερα μετά την 11η Σεπτεμβρίου 2001. Όπως είναι πλέον απόλυτα σαφές, οι διεθνείς και οι περιφερειακές γεωπολιτικές σχέσεις, διαμορφώνονται, σήμερα, μέσα από ένα πλέγμα εντάσεων, ρήξεων και απειλών.

Στη διάρκεια της τρέχουσας περιόδου, η Ευρώπη και ο γεωπολιτικός της περίγυρος, αντιμετωπίζουν σοβαρές απειλές που, μεταξύ των άλλων, προκύπτουν και από την επέκταση των εθνικιστικών – περιφερειακών συγκρούσεων, οι οποίες σε μεγάλο βαθμό έχουν συντελέσει είτε στη διάλυση είτε στην αποδυνάμωση κρατικών οντοτήτων, τη δραματική αύξηση της φτώχειας και της ανέχειας, τον εντεινόμενο ανταγωνισμό για την πρόσβαση σε φυσικούς και στρατηγικούς πόρους, την έξαρση της τρομοκρατίας και τη διασύνδεσή της με τις διαρκώς ενισχυμένες ομάδες του οργανωμένου εγκλήματος, την πειρατεία, τις επιθέσεις στον κυβερνοχώρο και το ηλεκτρονικό έγκλημα, τις μαζικές μετακινήσεις παράνομων μεταναστών, την ανησυχητική εμφάνιση κλιματολογικών αλλαγών που, σε μεγάλο βαθμό αντανακλούν την εντεινόμενη περιβαλλοντική απαξίωση.

Οι συγκεκριμένες γεωπολιτικές εξελίξεις έχουν συντελέσει όμως και σε μια δραματική αύξηση των παγκόσμιων στρατιωτικών δαπανών, ιδίως κατά την τελευταία δεκαετία. Αναλυτικότερα, το 2009 οι συγκεκριμένες δαπάνες ξεπέρασαν το 1,5 τρις $ προσδιορίζοντας έτσι μια αύξηση κοντά στο 6% σε σχέση με το 2008 (και κοντά στο 50% σε σχέση με το 2000). Το επιπλέον ανησυχητικό στοιχείο στην καταγραφή αυτής της εξέλιξης είναι ότι οι στρατιωτικές δαπάνες σε περιφερειακό επίπεδο δεν εμφανίζονται μόνο ως το αποτέλεσμα των γεωπολιτικών ανακατατάξεων αλλά και ως το αίτιο αντίστοιχων ανταγωνισμών. Υπό αυτό το πρίσμα, μπορεί να συναχθεί το συμπέρασμα ότι η οικονομική κρίση είναι δυνατόν να ωθήσει κάποιες χώρες ή / και περιφέρειες στη μείωση των σχετικών προϋπολογισμών, ενώ δεν αποκλείεται να ωθήσει κάποιες άλλες στη χρήση του ήδη συσσωρευμένου οπλοστασίου τους.

(2) Μετά την υιοθέτηση της Συνθήκης της Λισαβόνας, δημιουργούνται πλέον, νέες προϋποθέσεις για την εφαρμογή μιας Κοινής Πολιτικής Ασφάλειας και Άμυνας.

Ένα από τα σημαντικότερα στοιχεία της υπό συζήτηση Συνθήκης, είναι η πρόβλεψη συγκεκριμένων κατηγοριών ενισχυμένης συνεργασίας, όπως είναι:

(α) η ανάληψη αποστολών της Ένωσης,

(β) ο συντονισμός της ανάπτυξης αμυντικών δυνατοτήτων, της έρευνας, των προμηθειών και των εξοπλισμών από τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Άμυνας,

(γ) καθώς και η μόνιμη διαρθρωμένη συνεργασία, που προσδιορίζεται τόσο από την εφαρμογή των δύο προαναφερόμενων δραστηριοτήτων, όσο και από τη διαδικασία και τη μέθοδο που θα πρέπει να ακολουθήσουν τα κράτη μέλη της Ένωσης, προκειμένου να υλοποιηθούν οι σχετικοί στόχοι. Το ερώτημα συνεπώς που θα πρέπει να διερευνηθεί είναι πώς μπορεί να επηρεάσει η σημερινή οικονομική κρίση, τη διαμόρφωση των αμυντικών δομών της Ευρώπης αλλά και γενικότερα την ΚΠΑΑ, λαμβάνοντας υπόψη:

(ι) τη διαφορά των αμυντικών προϋπολογισμών μεταξύ των κ. – μ. της Ένωσης,

(ιι) τις ανησυχίες των ευρωπαϊκών κοινωνιών απέναντι στις οικονομικές και κοινωνικές επιδράσεις της κρίσης,

(ιιι) τον περιορισμένο βαθμό σύγκλησης των ευρωπαϊκών αμυντικών δράσεων.

(3) Οι διεργασίες για την ανανέωση και την ανασύνταξη του ΝΑΤΟ, βρίσκονται ήδη σε πλήρη εξέλιξη. Τον ερχόμενο Νοέμβριο η Β/Ατλαντική Συμμαχία, αναμένεται να υιοθετήσει το νέο στρατηγικό της δόγμα. Σύμφωνα με την πρόταση της «επιτροπής των εμπειρογνωμόνων», προβλέπεται ότι το ΝΑΤΟ θα εξακολουθήσει να διασφαλίζει την άμυνα του διατλαντικού χώρου ενώ, παράλληλα, αναμένεται να επεκτείνει τη δράση του πλανητικά ως παγκόσμιος οργανισμός ασφάλειας. Στο κείμενο των προτάσεων ανασύνταξης του ΝΑΤΟ, η επιτροπή των εμπειρογνωμόνων προσδιορίζοντας τόσο τις απειλές και τους κινδύνους, όσο και τους αντίστοιχους μηχανισμούς και τα μέσα αντιμετώπισής τους, καταλήγει στη διαπίστωση ότι οι πρωτοβουλίες και οι διακηρύξεις του ΝΑΤΟ, μετά το 1999, δεν παρουσίασαν παρά μέτρια αποτελέσματα. Σημειώνεται, μάλιστα, ότι μια από τις σημαντικότερες αιτίες που συνετέλεσαν στην αργή πρόοδο υλοποίησης των συμμαχικών αποφάσεων, ήταν το έλλειμμα ως προς τη διάθεση των αναγκαίων πόρων, κυρίως στο επίπεδο των ευρωπαϊκών χωρών. Υπό αυτά τα δεδομένα, η επιτροπή των εμπειρογνωμόνων, δίνει ιδιαίτερη έμφαση στην οικονομική κρίση, για τρεις, κυρίως, λόγους:

(α) Γιατί αντιλαμβάνεται ότι η κρίση αυτή θα επιφέρει δραματικές δημοσιονομικές συνέπειες και, υπό αυτήν την έννοια, θα προκαλέσει αντίστοιχες αντανακλάσεις στους αμυντικούς προϋπολογισμούς των κ. – μ. της συμμαχίας.

(β) Γιατί είναι δυνατόν, η κρίση, να επιδεινώσει, έτι περαιτέρω, τις ανισότητες και τις ανισορροπίες, που ούτως ή άλλως προκαλεί η «παγκοσμιοποίηση», όπως αποδέχονται ότι συμβαίνει οι συντάκτες του κειμένου.

(γ) Γιατί, τέλος, είναι φανερό ότι η δράση του ΝΑΤΟ συνδέεται όλο και πιο έντονα, όλο και πιο στενά με οικονομικά ζητήματα ή, υπό άλλη διατύπωση, με την προστασία και την ασφάλεια των μέσων, των μηχανισμών και των υποδομών που συντελούν στην αναπαραγωγή του δυτικού αναπτυξιακού μοντέλου (διασφάλιση της ροής των ενεργειακών πόρων, προστασία των παγκόσμιων δικτύων πληροφοριών και επικοινωνίας…).

Κατά συνέπεια, στο επίπεδο της Ευρώπης τίθεται ένα θεμελιώδες δίλημμα:

Η ΕΕ, θα πρέπει να αυξήσει τις αμυντικές της δαπάνες όπως επιβάλλουν:

-η επέκταση των κινδύνων και των απειλών σε περιφερειακό και διεθνές επίπεδο,

-οι υποχρεώσεις της που πηγάζουν από την προώθηση της ΚΠΑΑ,

και

-οι υποχρεώσεις στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ,

ή, αντίθετα, οφείλει να τις περιορίσει όπως απαιτεί επιτακτικά η βαθιά, δομική οικονομική κρίση;

Όπως είναι φυσικό, το ερώτημα αυτό δεν μπορεί να απαντηθεί μονολεκτικά αλλά μέσα από τη διερεύνηση της θεμελιώδους, διαλεκτικής σχέσης μεταξύ του τομέα της άμυνας και της οικονομίας.

Για μια αναπτυξιακή σχέση μεταξύ οικονομίας και άμυνας

Καταρχήν, θα πρέπει να παρατηρηθεί ότι η ευρωπαϊκή αμυντική θωράκιση, και γενικότερα η πολιτική ασφάλειας και άμυνας, εμφανίζεται ως άμεση συνάρτηση πέντε, τουλάχιστον, παραγόντων:

(α) της οικονομικής ανάπτυξης,

(β) της κατάκτησης της τεχνολογικής και της επιστημονικής γνώσης,

(γ) του προσδιορισμού των αναγκών και της ανάλυσης των γεωπολιτικών, γεωοικονομικών και γεωστρατηγικών περιφερειακών και διεθνών εξελίξεων,

(δ) της στενής συνεργασίας μεταξύ των κρατών μελών της Ένωσης,

(ε) της κοινωνικής συνοχής, με την έννοια ότι οι πολίτες θα πρέπει να κατανοήσουν την αναγκαιότητα προώθησης της αμυντικής στρατηγικής και να συνειδητοποιήσουν το μέγεθος των κινδύνων και των απειλών που αντιμετωπίζει η Ευρώπη, ώστε να αποδεχτούν και να νομιμοποιήσουν τις σχετικές πολιτικές πρωτοβουλίες.

Από την άλλη πλευρά, θα πρέπει να επισημανθεί ότι και ο αμυντικός τομέας, μπορεί κάτω από συγκεκριμένες προϋποθέσεις να συντελέσει άμεσα, δυναμικά και εποικοδομητικά στην οικονομική ανάπτυξη, στην τεχνολογική πρόοδο, στην προώθηση της περιφερειακής και της διεθνούς ειρήνης, καθώς και στην σύσφιξη της ευρωπαϊκής συνεργασίας και της κοινωνικής συνοχής. Με βάση λοιπόν τις εθνικές – ευρωπαϊκές αναγκαιότητες, τις οικονομικές δυνατότητες, τις κοινωνικές ικανότητες αλλά και τις διεθνείς προοπτικές, στρατηγικός στόχος της Ευρώπης θα πρέπει να είναι η υλοποίηση της νέας αμυντικής πολιτικής που μέσα από ανατροπές, ανασυνθέσεις και αναδιατάξεις μέσων, πρακτικών και υποδομών θα αναδείξει την καινοτόμο, ευρωπαϊκή άμυνα του 21ου αιώνα.

Η θέση αυτή αν και μπορεί αρχικά να εκληφθεί ως ένα θεωρητικό υπόδειγμα, εντούτοις, κάτω από συγκεκριμένες προϋποθέσεις, μπορεί να καταστεί ένα απόλυτα ρεαλιστικό σχέδιο δράσης.

Αναλυτικότερα, η οικονομία σήμερα αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους παράγοντες ισχύος. Εμφανίζεται ως ο ακρογωνιαίος λίθος της εθνικής αλλά και της ευρωπαϊκής κυριαρχίας και ο πιο σημαντικός παράγοντας αναβάθμισης της Ευρώπης στο πλαίσιο του Διεθνούς Καταμερισμού Ισχύος. Η κατάρρευση της π. Σοβιετικής Ένωσης διδάσκει ότι η ανεξαρτησία μιας χώρας δεν μπορεί να διασφαλιστεί μόνο από την αμυντική δραστηριότητα, αν παράλληλα δε συνοδεύεται από μια εύρωστη οικονομία, μια ισόρροπη περιφερειακή ανάπτυξη, ένα υψηλό βαθμό κοινωνικής συνοχής, πρόνοιας και αλληλεγγύης και, φυσικά, την κατοχύρωση των δημοκρατικών θεσμών. Αυτό σημαίνει ότι μεταξύ της οικονομίας και της άμυνας θα πρέπει να αναπτύσσονται σχέσεις ισορροπίας.

Οι σχέσεις αυτές μπορούν να επιτευχθούν με μεγαλύτερη ευκολία στους κόλπους της Ένωσης, όπου συναντώνται:

-μεγάλοι και μικρομεσαίοι παραγωγοί οπλικών συστημάτων,

-σημαντικά τεχνολογικά και επιστημονικά κέντρα έρευνας – ανάπτυξης και καινοτομίας,

-μια δυνητικά μεγάλη αγορά οπλικών συστημάτων,

-κοινά σύνορα,

-κοινές αντιλήψεις περί της δημοκρατίας, της συνεργασίας, του σεβασμού των πολιτικών δικαιωμάτων, του κράτους δικαίου κ.ά..

Κατά συνέπεια, αν θέλουμε ως Ευρωπαϊκή Ένωση να αντιμετωπίσουμε την υφιστάμενη οικονομική κρίση αλλά και να διατηρήσουμε μια αξιόπιστη, αποτελεσματική και αποδοτική πολιτική ασφάλειας και άμυνας, θα πρέπει να εγκαταλείψουμε τους όποιους λογιστικούς ακροβατισμούς και να στραφούμε στην ανάληψη δυναμικών πολιτικών πρωτοβουλιών.

Στο πλαίσιο αυτό προτείνονται οι ακόλουθοι άξονες πολιτικής:

(α) Εκπόνηση και προσαρμογή της ευρωπαϊκής αμυντικής στρατηγικής με βάση: (ι) τις ευρωπαϊκές ανάγκες άμυνας, (ιι) τη διαφύλαξη των ευρωπαϊκών συνόρων, καθώς και (ιιι) τις εξελίξεις των περιφερειακών και διεθνών απειλών,

(β) Στενή συνεργασία στο επίπεδο της παραγωγής οπλικών συστημάτων, αποφεύγοντας τους «οικονομικούς εθνικισμούς» και την παραγωγή πολλών τύπων του ιδίου προϊόντος. Στο πλαίσιο της παραγωγής, θα πρέπει να δοθεί έμφαση: (ι) στην πλήρη εξάλειψη των γραφειοκρατικών εμποδίων σε ότι αφορά τις σχέσεις συνεργασίας, (ιι) στη στήριξη, ενθάρρυνση των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, (ιιι) στην εξειδίκευση των τελικών προϊόντων, ώστε αυτά να καταστούν περισσότερο ανταγωνιστικά διεθνώς,

(γ) Άμεση προτεραιότητα θα πρέπει να δοθεί στην τεχνολογική έρευνα – ανάπτυξη και καινοτομία, μέσω (ι) της αύξησης των σχετικών δαπανών, (ιι) του συντονισμού των προσπαθειών, (ιιι) της διασύνδεσης με τα πανεπιστημιακά ιδρύματα, (ιυ) της συνεχούς αναβάθμισης της εκπαίδευσης, κατάρτισης και επιμόρφωσης των εργαζόμενων, σε θέματα τεχνολογίας αιχμής,

(δ) Προώθηση κοινών προγραμμάτων διττής χρήσης (στρατιωτικής και πολιτικής), που ενσωματώνουν υψηλή τεχνολογία (δορυφορικά συστήματα),

(ε) Υιοθέτηση της πράσινης στρατηγικής για την άμυνα και την ασφάλεια, που θα πρέπει να επιδιώκει: (ι) την προστασία και, κυρίως, την αναβάθμιση του περιβάλλοντος, καθώς και την αποτροπή της περαιτέρω κλιματικής αλλαγής, (ιι) την ενημέρωση και δραστηριοποίηση του πολυάριθμου ανθρώπινου δυναμικού, καθώς και την περιβαλλοντικά ορθολογική διαχείριση των μέσων και των μηχανισμών του στρατού, (ιιι) την εξοικονόμηση πολύτιμων οικονομικών πόρων, (ιυ) τον επιχειρησιακό εκσυγχρονισμό των ενόπλων δυνάμεων, μέσω της εκμετάλλευσης των νέων, πράσινων τεχνολογιών.

Είναι φυσικά προφανές, ότι η ΕΕ εξακολουθεί να θεωρεί ότι η προσφυγή στους αμυντικούς μηχανισμούς, δεν αποτελεί παρά την τελευταία λύση. Για αυτό και η ΕΕ προτάσσει ως κυρίαρχα «όπλα» της, τη διπλωματία (ΚΕΠΠΑ) αλλά και την πολιτική της «ήπιας ισχύος».

Η σημερινή οικονομική κρίση δημιουργεί τις προϋποθέσεις ώστε να επανεξετάσουμε την πορεία της Ευρώπης προς το μέλλον, όπως και μια σειρά από κυρίαρχα θέματα που την επηρεάζουν άμεσα, μεταξύ των οποίων είναι: η διαμόρφωση των γεωπολιτικών σχέσεων, το κυρίαρχο οικονομικό μοντέλο, η κατασπατάληση των φυσικών πόρων, η συνέχιση των περιφερειακών συγκρούσεων, κ. ά..

Η Ευρώπη οφείλει αφενός μεν να αντιμετωπίσει άμεσα και δυναμικά τις συνέπειες της κρίσης στην οικονομία, την κοινωνία, τον πολιτισμό και την ασφάλεια και άμυνα και, αφετέρου, να αναλάβει πρωτοβουλίες με στόχο αναδιάταξης των διεθνών σχέσεων, τον επαναπροσδιορισμό των κοινωνικών αναγκών, καθώς και την επανεξέταση των πολιτικών προτεραιοτήτων σε περιφερειακό και διεθνές επίπεδο.

Κάντε ένα σχόλιο