Ο Διευθυντής του Ελληνικού Κέντρου Ελέγχου Όπλων παρέστη ως Delegate του ιδρύματος Ερευνών στο High Level Forum της Defensys 2010 όπου ο ΑΝΥΕΘΑ κ. Πάνος Μπεγλίτης έδωσε την ομιλία που ακολουθεί: «Κυρίες και κύριοι καλησπέρα. Επιτρέψτε μου καταρχήν να ευχαριστήσω όλες και όλους για τη συμμετοχή σας στην 1η Διεθνή Έκθεση «DEFENSYS 2010», που οργανώνεται υπό την αιγίδα του Υπουργείου Εθνικής Άμυνας της Ελλάδας, στη Θεσσαλονίκη. Να ευχαριστήσω για την παρουσία τους Υπουργούς, τους Υφυπουργούς, τους Αρχηγούς Επιτελείων, όλα τα στελέχη, το Υπουργείο Εθνικής Άμυνας και Ενόπλων Δυνάμεων των χωρών που συμμετέχουν σε αυτή την πολύ σημαντική διεθνή έκθεση για αμυντικούς εξοπλισμούς, που γίνεται στη χώρα μας κάτω από νέα δομή, με νέες διαδικασίες και για την οποία φιλοδοξούμε όλοι, να αποτελέσει ένα ισχυρό θεσμό, όχι μόνο για την Ελλάδα, για τα Βαλκάνια – εξάλλου δεν είναι τυχαία η επιλογή της Θεσσαλονίκης – για την Ευρωπαϊκή Ένωση και γενικότερα για την Ευρώπη.

Θέλω να ευχαριστήσω επίσης για τη συμμετοχή τους στη διεθνή έκθεση τους εκπροσώπους των αμυντικών βιομηχανιών ελληνικών και ξένων, που ανήκουν είτε στον δημόσιο, είτε στον ιδιωτικό τομέα και βεβαίως να ευχαριστήσω τη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης και το Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο Θεσσαλονίκης και τον κ. Μπακατσέλο, για τη συμβολή του στη διοργάνωση αυτής της 1ης Διεθνούς Έκθεσης.

Λυπάμαι που καθυστερήσαμε αρκετά. Λυπάμαι που έχει μικρύνει το ακροατήριο σε αυτό το τρίτο πάνελ. Αποτελεί όμως κατά την άποψή μου επιβεβαίωση ότι ο χώρος της Εθνικής Άμυνας και των αμυντικών εξοπλισμών παραμένει στενά δεμένος με την εθνική κυριαρχία, αποτελεί μέρος του σκληρού πυρήνα της κρατικής εξουσίας και κυριαρχίας των κρατών, δηλαδή των εκλεγμένων δημοκρατικά κυβερνήσεων και γι’ αυτό ένα πάνελ που συζητά για το ρόλο των διεθνών οργανισμών στον τομέα των αμυντικών εξοπλισμών, είναι ένα πάνελ καθόλα ενδιαφέρον, με συμμετέχοντες με μεγάλη εμπειρία και διαδρομή σε αυτό το χώρο, εκ μέρους ευρωπαϊκών αλλά και ατλαντικών οργανισμών. Δεν παύει όμως να έχει περιορισμένο ενδιαφέρον για όλους εκείνους που περιμένουν από τις κυβερνήσεις και όχι δυστυχώς από τους διεθνείς οργανισμούς, να πάρουν τις μεγάλες, κρίσιμες αποφάσεις σε ένα χώρο κατ’ εξοχήν εθνικά, κυβερνητικά δηλαδή προσανατολισμένο.

Εν πάση περιπτώσει όσοι γενναίοι απομείνατε εδώ, έχω τη χαρά να σας χαιρετίσω, να σας ευχαριστήσω για την παρουσία σας. Αφού πω μερικές παρατηρήσεις, κάνω ορισμένες επισημάνσεις, θα έχω τη χαρά στη συνέχεια να δώσω το λόγο σε εκλεκτούς φίλους συμμετέχοντες σε αυτό το πάνελ.

Είναι γεγονός και το διαπιστώσαμε όλοι σήμερα, με βάση τις παρεμβάσεις που έγιναν στα προηγούμενα πάνελ και όλη αυτή την περίοδο, γινόμαστε γνώστες μιας μεγάλης κινητικότητας που υπάρχει και στην Ευρώπη και στα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης και στην Ατλαντική Συμμαχία, στο ΝΑΤΟ, αλλά και στις Ηνωμένες Πολιτείες, σε σχέση με τη διαχείριση της μεγάλης οικονομικής κρίσης στα θέματα των αμυντικών δαπανών, στα θέματα των αμυντικών προϋπολογισμών.

Είναι επίσης γνωστό σε πολλούς από εσάς, ότι την ίδια περίοδο της οικονομικής κρίσης, που σήμερα μετασχηματίζεται σε κρίση της πραγματικής οικονομίας, δεν αντιλαμβάνονται αυτή την κρίση χώρες, οι οποίες χαρακτηρίζονται ως αναδυόμενες, με δυναμική οικονομική ανάπτυξη χώρες – αυτού που λέγαμε στο παρελθόν τρίτου κόσμου – και για τις οποίες οι μειώσεις των αμυντικών προϋπολογισμών, οι μειώσεις των αμυντικών εξοπλισμών, δεν τους αφορούν.

Άρα, κατά την άποψή μου βρισκόμαστε μπροστά σε μια κατάσταση που έχει δύο κατευθύνσεις. Η μία κατεύθυνση αφορά όλες εκείνες τις χώρες που επηρεάζονται καθοριστικά από την οικονομική κρίση, δηλαδή Ηνωμένες Πολιτείες και Ευρώπη και όπου οι κυβερνήσεις επιχειρούν μέσα απ’ την εκλογίκευση, τον εξορθολογισμό των αμυντικών δαπανών και των αμυντικών προϋπολογισμών να μειώσουν κατά το δυνατόν το ποσοστό των αμυντικών δαπανών σε σχέση με το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν και απ’ την άλλη πλευρά, η άλλη κατεύθυνση για την οποία μίλησα στην αρχή, είναι οι μεγάλες αναδυόμενες οικονομίες και χώρες όπως είναι η Κίνα, η Ινδία, η Βραζιλία, ακόμα και η Ρωσία ή όπως είναι οι αραβικές χώρες και κυρίως οι χώρες του Περσικού Κόλπου, όπου εκεί βλέπουμε μια δυναμική ανάπτυξη των αμυντικών δαπανών, μια αύξηση των δαπανών για εξοπλισμούς.

Αυτό δε σημαίνει τίποτα άλλο παρά το ότι οικονομία και Άμυνα δένονται μεταξύ τους με ένα δυναμικό και διαλεκτικό τρόπο και η οικονομία ως ο κατ’ εξοχήν παράγοντας ισχύος μιας χώρας, παίζει καθοριστικό ρόλο όχι μόνο στον αμυντικό προϋπολογισμό αλλά και στην ανάπτυξη αυτού του πολύ σημαντικού τομέα που είναι ο τομέας των αμυντικών εξοπλισμών.

Γνωρίζουμε όλοι ότι την τελευταία περίοδο κυρίως στην Ευρώπη, υπάρχει μια μεγάλη συζήτηση στο χώρο των Υπουργείων Εθνικής Άμυνας. Μόλις πρόσφατα ο Πρωθυπουργός του Ηνωμένου Βασιλείου, ο κ. Κάμερον, ανακοίνωσε σημαντικές περικοπές στον αμυντικό προϋπολογισμό και βεβαίως όχι μόνο με προϋπολογιστικές μειώσεις, αλλά και με μειώσεις σε σχέση με τον αμυντικό σχεδιασμό της χώρας.

Πρόσφατα επίσης στη Γερμανία η κυβέρνηση της κας Μέρκελ και ο αρμόδιος Υπουργός Εθνικής Άμυνας, προχώρησαν σε ανάλογου περιεχομένου ανακοινώσεις. Το ίδιο στη Γαλλία. Το ίδιο ακόμα και στις Ηνωμένες Πολιτείες όπου ο Υπουργός Άμυνας, ο κ. Γκέιτς, πρόσφατα πάλι αποφάσισε σημαντικές μειώσεις στους αμυντικούς προϋπολογισμούς.

Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι αν δει κανείς τα στοιχεία ακόμα και των μεγάλων ευρωπαϊκών αμυντικών βιομηχανιών, βλέπει ότι έχουμε μια κάθετη πτώση των παραγγελιών σε αμυντικούς εξοπλισμούς. Πτώση που θα τη χαρακτήριζα έως και ανησυχητική εάν λάβουμε υπόψη μας ότι αυτές οι αμυντικές βιομηχανίες των μεγάλων ευρωπαϊκών χωρών, παίζουν καθοριστικό ρόλο στην οικονομική ανάπτυξη. Έχουν δημιουργήσει χιλιάδες θέσεις εργασίας και κυρίως – κατά την άποψή μου – έχουν συμβάλει ως δυναμικό αναπτυξιακό όχημα στις παραγωγικές επενδύσεις στο χώρο της έρευνας, της τεχνολογίας, της καινοτομίας.

Βλέπουμε ότι βρισκόμαστε σε μια εξαιρετικά κρίσιμη κατάσταση. Βλέπουμε ότι περνούμε μια ρευστή μεταβατική περίοδο στην Ευρώπη και στις Ηνωμένες Πολιτείες. Την ίδια στιγμή όμως οφείλουμε να ανασυνταχθούμε, να ανασυγκροτήσουμε τις Ένοπλες Δυνάμεις, αλλά κυρίως να δούμε με ένα σύγχρονο ρεαλιστικό μάτι την αναδιαμόρφωση των μέχρι σήμερα προσεγγίσεων στο χώρο της Άμυνας, της ασφάλειας, των εξοπλισμών. Η περίοδος της οικονομικής ανάπτυξης στην Ευρώπη όπου διακρινόταν από μια ποσοτική μεγέθυνση των αμυντικών εξοπλισμών, πιστεύω ότι έχει τελειώσει. Πλέον, λόγω της κρίσης – κατά την άποψή μου – είναι ευκαιρία να μετατρέψουμε αυτή την κρίση σε ευκαιρία. Είναι, παρά τις δυσκολίες της, μια ποιοτική περίοδος που μας καλεί όλους να αναστοχαστούμε για πολλές απ’ τις παραδεδεγμένες μέχρι σήμερα αντιλήψεις μας, ακόμα και για πολλές απ’ τις δογματικές προσηλώσεις που είχαμε, γύρω από το ρόλο των Ενόπλων Δυνάμεων, γύρω από τη θέση της Άμυνας μέσα στις κοινωνίες μας.

Επαναπροσεγγίσεις που μπορεί να φαίνονται τολμηρές, ωστόσο είναι αναγκαίες για να μπορέσουμε να συγχρονιστούμε με τις νέες απαιτήσεις που δημιουργεί η οικονομική και κοινωνική κρίση στις χώρες μας. Γιατί θέλω να σας εκμυστηρευτώ ως πολιτικός και ως βουλευτής που εκλέγομαι, ότι οι πολίτες δεν αντιλαμβάνονται εύκολα την αύξηση των αμυντικών δαπανών, όταν την ίδια στιγμή περιορίζεται, το κοινωνικό κράτος και περικόπτονται οι κοινωνικές δαπάνες. Είναι πολύ δύσκολο για τους πολίτες που μας εκλέγουν σε περιόδους μεγάλης κοινωνικής και οικονομικής ανασφάλειας, να συμφιλιώνονται με την ιδέα ότι οι αμυντικές δαπάνες πρέπει να μείνουν σε υψηλά ποσοστά του ΑΕΠ.

Βλέπουμε λοιπόν, μια εξαιρετικά δύσκολη θέση στην οποία βρίσκονται οι κυβερνήσεις, τα πολιτικά κόμματα, οι πολιτικές δυνάμεις σε όλη την Ευρώπη και καλούμαστε όλοι με ρεαλισμό να ανιχνεύσουμε νέα πεδία όπου και να υπερασπιστούμε την εθνική ασφάλεια, γιατί είναι πολύ σημαντική για τους πολίτες μας, κυρίως σε χώρες όπως η δική μας, όπου αισθάνεται ο πολίτης απειλή από το εξωτερικό, όπου – όπως προσλαμβάνεται από τους πολίτες της πατρίδας μας – υπάρχει πρόβλημα ασφάλειας για τη χώρα,.

Το τρίτο πάνελ είναι αφιερωμένο στο ρόλο των διεθνών οργανισμών. Ένας ρόλος μέχρι σήμερα κατά την άποψή μου περιορισμένος. Και πως θα μπορούσε να ήταν διαφορετικά, όταν αν εξαιρέσει κανείς το ΝΑΤΟ, την Ατλαντική Συμμαχία, η Ευρωπαϊκή Ένωση μόλις τώρα με τη Συνθήκη της Λισαβόνας επιχειρεί να βρει ένα πρώτο θεσμικό βηματισμό στα θέματα της Κοινής Πολιτικής Άμυνας και Ασφάλειας. Ένας βηματισμός δειλός, που προσκρούει στις εθνικές αντιστάσεις. Γι’ αυτό πρέπει να κρατήσουμε το ρεαλισμό μας, βεβαίως με τολμηρή και ελπιδοφόρα στρατηγική, αλλά πρέπει να πατάμε τα πόδια μας στη γη. Γιατί για το προβλεπτό μέλλον, αυτή είναι η άποψή μου, την εκφέρω και τη θέτω στην κοινή κριτική, ο χώρος της Άμυνας θα συνεχίσει να παραμένει reserve, για να πω έναν όρο στα γαλλικά, ως ένας χώρος αποκλειστικά στην αρμοδιότητα των εθνικών κυβερνήσεων. Ένας εθνικός χώρος.

Αυτό όμως δε σημαίνει και πολλά πράγματα κυρίες, όταν εκ των πραγμάτων είμαστε αναγκασμένοι λόγω της κρίσης να συνεργαστούμε. Μιλήσανε και στα προηγούμενα πάνελ όλοι οι ομιλητές, για την ανάγκη συνεργασίας μέσα ακόμα και από τις συνθήκες του ανταγωνισμού.

Δεν είναι τυχαίο επίσης ψάχνοντας λίγο στα χαρτιά μου και προσπαθώντας να βρω κάποια στοιχεία, ότι αυτή τη στιγμή η Ευρωπαϊκή Ένωση, ακόμα και σήμερα που μιλάμε, υπολείπεται κατά πολύ έναντι των Ηνωμένων Πολιτειών στην έρευνα, στην καινοτομία, στην ανάπτυξη, στην τεχνολογία και στις επενδύσεις σε αυτούς τους χώρους.

Οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν αυξήσει περίπου 7 φορές πάνω τις επενδύσεις τους σε σχέση με την Ευρωπαϊκή Ένωση στο χώρο των αμυντικών εξοπλισμών. Πάνω από 3 φορές υπερέχει γενικά σε γενικούς όρους ο αμυντικός προϋπολογισμός των Ηνωμένων Πολιτειών σε σχέση με το σύνολο των αμυντικών προϋπολογισμών των 27 κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Επίσης, θα σας πω αυτό γιατί με εντυπωσίασε. Θέλω να δείξω τον κατακερματισμό που υπάρχει στο χώρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στο χώρο των ευρωπαϊκών αμυντικών βιομηχανιών. Έχουμε τέσσερις διαφορετικούς τύπους τεθωρακισμένων τανκ που παράγονται σε διαφορετικές χώρες στην Ευρωπαϊκή Ένωση έναντι ενός στις Ηνωμένες Πολιτείες. Εφτά διαφορετικά μοντέλα επιθετικών ελικοπτέρων στην Ευρώπη και 23 διαφορετικούς τύπους τεθωρακισμένων armoured fighting vehicles. Έχουμε 16 πολεμικά ναυπηγεία που παράγουν πολεμικό υλικό, για τα πολεμικά ναυτικά στις ευρωπαϊκές χώρες, έναντι 3 πολεμικών ναυπηγείων στις Ηνωμένες Πολιτείες.

Αυτή είναι η εικόνα μας, η εικόνα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και αυτή είναι μια εικόνα που υπήρχε, υπάρχει και δυστυχώς κατά την άποψή μου και στο προσεχές μέλλον θα συνεχίσει να υπάρχει. Είναι μια εικόνα όμως που δεν μπορούμε φαταλιστικά να την αποδεχθούμε και πρέπει να την αλλάξουμε. Νομίζω, αν βγήκε ένα πολύ σημαντικό μήνυμα από εδώ, είναι ότι κοινή μας αντίληψη είναι η αποδοχή αυτού του γεγονότος, του κατακερματισμού και κοινή μας αντίληψη είναι ότι πρέπει να προχωρήσουμε συντονισμένα. Και έτσι πρέπει να προχωρήσουμε μέσα από τους Οργανισμούς στους οποίους ισότιμα μετέχουμε. Και οι δυο ισχυροί αυτοί Οργανισμοί είναι, η Ευρωπαϊκή Ένωση και το ΝΑΤΟ και βεβαίως οι επιμέρους εξειδικευμένοι Οργανισμοί των δύο κύριων πολιτικοστρατιωτικών Οργανισμών.

Δεν είναι καθόλου τυχαίο επίσης ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση αντιλαμβανόμενη το μεγάλο στρατηγικό κενό που έχει στο χώρο της άμυνας και της ασφάλειας, επεχείρησε ήδη, τουλάχιστον θεσμικά, στο επίπεδο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου από το 2003 να δημιουργήσει έναν εξειδικευμένο Οργανισμό, τον European Defence Agency. Ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Άμυνας, ένας Οργανισμός που με την πολιτική βούληση – εάν υπάρξει – των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων, μπορεί να παίξει έναν καθοριστικό ρόλο στο χώρο των αμυντικών βιομηχανιών. Επίσης, έχουμε τον σημαντικό Οργανισμό «ΟΚΑΡ». Όπως παράλληλα έχουμε την Ατλαντική Συμμαχία, το ΝΑΤΟ, όπου σήμερα συζητούμε για τη νέα στρατηγική δομή, τη νέα δομή δυνάμεων και τη νέα δομή διοίκησης του πολιτικοστρατιωτικού αυτού οργανισμού. Και βεβαίως μιλάμε για τα οικονομικά της Ατλαντικής Συμμαχίας, όταν καλούνται τα κράτη-μέλη να κρατήσουν με κάθε τρόπο τον αμυντικό τους προϋπολογισμό πάνω από το 2% του ΑΕΠ.

Άρα, λοιπόν, και οι Οργανισμοί αυτοί μπορεί να παίξουν έναν καθοριστικό ρόλο. Πρέπει επίσης να επισημάνουμε – και αυτό έχει μια συμβολική σημασία – ότι σήμερα προεδρεύουσσα του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Άμυνας είναι η κα Άστον, που είναι η αρμόδια Αντιπρόεδρος απ’ την πλευρά της Commission, της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, αλλά και Ύπατη Αρμοστής του Συμβουλίου Υπουργών για τα θέματα Άμυνας και Ασφάλειας, δείγμα ότι ενοποιούνται οι διαδικασίες, ενοποιούνται οι κατακερματισμένοι μέχρι σήμερα θεσμικοί ρόλοι στην Ευρωπαϊκή Ένωση, με στόχο να δημιουργήσουμε συνέργειες στο ευρωπαϊκό επίπεδο. Να συνεργαστούν τα κράτη-μέλη, οι αμυντικές βιομηχανίες των κρατών-μελών του δημόσιου και ιδιωτικού τομέα.

Και τελειώνω με δύο λόγια για ένα εξίσου σημαντικό εργαλείο που θα κληθούμε οι χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης να ενσωματώσουμε στην εθνική έννομη τάξη. Όχι μόνο οι κυβερνήσεις και οι χώρες, αλλά και οι βιομηχανίες πρέπει να αντιληφθούν τη νέα δυναμική που φέρνει στον ευρωπαϊκό χώρο αυτή η οδηγία. Μια οδηγία που προσανατολίζεται στον εξορθολογισμό μιας αγοράς αμυντικών εξοπλισμών, που μέχρι σήμερα ήταν άναρχη, που καθοριζόταν από τη δύναμη ορισμένων μεγάλων βιομηχανιών και ασφαλώς απ’ τη δύναμη ορισμένων μεγάλων χωρών παραγωγών αμυντικών εξοπλισμών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Και βεβαίως έχουμε τη χαρά να έχουμε και εκπρόσωπο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής εδώ της Γενικής Διεύθυνσης της Εσωτερικής Αγοράς. Και αυτό επίσης είναι σημαντικό, γιατί παράλληλα με την εσωτερική αγορά προϊόντων, κεφαλαίων, υπηρεσιών, πρέπει να δημιουργήσουμε μια οιονεί – ας την πω έτσι – εσωτερική αγορά οπλικών συστημάτων, μέσα από συνέργειες, τις συνεργασίες, μέσα από κοινές επενδύσεις των κρατών-μελών.

Θα ήθελα πραγματικά να δώσω με ιδιαίτερη χαρά το λόγο στους εκλεκτούς συνομιλητές που έχουμε την τιμή να τους υποδεχόμαστε στην 1η Διεθνή Έκθεση της Θεσσαλονίκης.

Και θα ήθελα να ξεκινήσω πρώτα με τον κ. Μπερτράν «Κασέν» που είναι Γενικός Διευθυντής στη Γενική Διεύθυνση Εσωτερικής Αγοράς της Ευρωπαϊκής Ένωσης. »

Κάντε ένα σχόλιο