Ο Claude Lévi-Strauss έγραψε κάποτε πως τίποτα δεν μοιάζει περισσότερο με ιδεολογία από έναν μύθο όταν προσλαμβάνει πολιτικό χαρακτήρα. Στην περίπτωση της μάχης του Μαραθώνα, είχαμε μια πιο σύνθετη διαδικασία, επειδή όλα ξεκίνησαν από ένα ιστορικό γεγονός, το οποίο άρχισε αμέσως να προσλαμβάνει μυθικές διαστάσεις, για να αποτελέσει έναν από τους βασικούς άξονες για την ιδεολογική συγκρότηση της αθηναϊκής δημοκρατίας. Οι πεσόντες στον Μαραθώνα ανεδείχθησαν σε ήρωες-πρότυπα οπλιτικής και πολιτικής αρετής, κυρίως για τους εφήβους, και οι τιμές που τους αποδίδονταν συμπλέκονταν στον ιστό της πολιτικής τελετουργίας της αρχαίας Αθήνας. Αρκετούς αιώνες αργότερα, η πολιτική σημασία της μάχης θα υπογραμμιστεί ιδιαιτέρως, υπερβαίνοντας τα γεωγραφικά σύνορα και προσλαμβάνοντας επιπλέον συμβολισμούς και νοήματα, μέσα στην ταραγμένη όσο και γόνιμη περίοδο που ορίζουν η Αμερικανική και η Γαλλική επανάσταση, ο Διαφωτισμός και, ακολούθως, ο Ρομαντισμός. Δεν είναι λοιπόν παράδοξο ότι η διεθνής βιβλιογραφία για τη μάχη του Μαραθώνα περιλαμβάνει αρκετές εκατοντάδες τίτλων – κι αν συνυπολογίσουμε τα έργα μυθοπλασίας, ο αριθμός αυξάνεται έτι περαιτέρω.

Οι λόγοι γι’ αυτό το έντονο ερευνητικό και συγγραφικό ενδιαφέρον μπορούν να διαιρεθούν σε δύο κατηγορίες. Στην πρώτη εντάσσονται όσοι αναφέρονται στο γεγονός καθαυτό: ήταν η πρώτη μάχη μεταξύ Ελλήνων και Περσών, που δόθηκε σε ελληνικό έδαφος και η πρώτη φορά που ο μέχρι τότε αήττητος στρατός του Δαρείου υποχρεώθηκε να τραπεί σε φυγή και να εγκαταλείψει το πεδίο της μάχης, αναγνωρίζοντας έτσι την πολεμική υπεροχή του αντιπάλου. Επιπλέον, μέσω της αφήγησης του Ηροδότου μας παρέχεται η πρώτη αναλυτική περιγραφή πολεμικής αναμέτρησης, με όρους και προϋποθέσεις στρατιωτικής ιστορίας, εφόσον ο Αλικαρνασσέας δίδει πληροφορίες για το μέγεθος των αντίπαλων δυνάμεων, την παράταξή τους και τον τρόπο με τον οποίο πολέμησαν. Στη δεύτερη κατηγορία, ανήκουν οι λόγοι που δεν σχετίζονται με την ουσία του γεγονότος, αλλά με τη μεταγενέστερη χρήση του, δηλαδή με τα ιδεολογικά και συμβολικά συμβεβηκότα του. Οι λόγοι αυτής της κατηγορίας ερμηνεύουν, ως ένα βαθμό, την ύπαρξη τριών κύριων τάσεων στις μελέτες σχετικά με τη μάχη του Μαραθώνα. Η μία από αυτές, ας την πούμε «παραδοσιακή», αντιμετωπίζει το ιστορικό γεγονός ακολουθώντας την ηροδότεια αφήγηση και ερμηνεία, χωρίς διάθεση αμφισβήτησης της σημασίας του και χωρίς να τοποθετείται κριτικά απέναντι στο κείμενο του Αλικαρνασσέα. Στον αντίποδά της βρίσκεται η δεύτερη τάση, που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί «αναθεωρητική». Οι οπαδοί της σε γενικές γραμμές θεωρούν πως ο Ηρόδοτος δεν είναι αξιόπιστη πηγή, αποδίδοντάς του ιδεολογικές προθέσεις, και υποβαθμίζουν τη σημασία της μάχης, προβάλλοντας δύο κυρίως θέσεις: ότι ο στρατός των Περσών ήταν πολύ μικρότερος (μερικοί μάλιστα ισχυρίζονται πως δεν υπερέβαινε τις 10-15.000) και ότι η μάχη δεν είχε ουδεμία συνέπεια για τους Πέρσες, αλλά η σημασία της μεγαλοποιήθηκε πρωτίστως από τους Αθηναίους, για λόγους πολιτικούς και ιδεολογικούς. Τέλος, μεταξύ των δύο άκρων, υπάρχει βεβαίως και η ρεαλιστικότερη «μέση οδός», η οποία βασίζεται στον Ηρόδοτο, με κριτική αλλά όχι a priori απορριπτική διάθεση, συζητά την ουσία των πληροφοριών χωρίς να επηρεάζεται από τις αξιολογήσεις (ηθικές και άλλες) του αρχαίου ιστορικού, και προσεγγίζει τη μάχη, επιχειρώντας να κατανοήσει και να παρουσιάσει την πραγματικότητα της εποχής κατά την οποία συνέβη και διακρίνοντας προσεκτικά το γεγονός από την ιδεολογία. Αυτή η τρίτη ιστοριογραφική τάση χαρακτηρίζει το διακοσίων και πλέον σελίδων βιβλίο του Αντιστρατήγου Φραγκούλη Φράγκου Χωρίς ιππείς.

Το βιβλίο διαρθρώνεται σε τέσσερα κεφάλαια. Το πρώτο, και κατ’ ανάγκην εκτενέστερο, με τίτλο «Ο ελληνικός κόσμος στις αρχές του 5ου αι. π.Χ.», παρουσιάζει τις σημαντικότερες οικονομικές, στρατιωτικές και πολιτικές εξελίξεις που συντελέστηκαν κατά τη διάρκεια της αρχαϊκής εποχής και προσέδωσαν στον ελληνικό κόσμο, εκατέρωθεν του Αιγαίου πελάγους, την ταυτότητα που είχε στις παραμονές των περσικών πολέμων. Οι τρεις πρώτες ενότητες αφορούν τον αποικισμό, τη σταδιακή μετάβαση προς συλλογικότερες μορφές διακυβέρνησης, και τη δημιουργία της οπλιτικής φάλαγγας, και ακολουθούν δύο ειδικότερες ενότητες για την πολιτική, την κοινωνική και τη στρατιωτική οργάνωση της Σπάρτης και της Αθήνας. Στο δεύτερο κεφάλαιο, με τίτλο «Βασιλεύς των τεσσάρων μερών της γης: η αυτοκρατορία των Αχαιμενιδών», περιγράφεται ο κόσμος των Περσών, που επί βασιλείας του Δαρείου Α΄, επιχειρεί για πρώτη φορά να εξαπλωθεί σε ευρωπαϊκό έδαφος. Το τρίτο κεφάλαιο, με τίτλο «…ρύσασθαι Ίωνας εκ δουλοσύνης: η Ιωνική επανάσταση» είναι αφιερωμένο αποκλειστικά στην επανάσταση των Ιώνων στις αρχές του 5ου αι. π.Χ., με την οποία ουσιαστικά ξεκινά το χρονικό των ελληνοπερσικών συγκρούσεων. Το τέταρτο και τελευταίο κεφάλαιο, με τίτλο «Η κορύφωση της περσικής επεκτατικής πολιτικής: Η εκστρατεία του 490 π.Χ. και η μάχη του Μαραθώνα» εστιάζει στην εκστρατεία του Δάτι και του Αρταφέρνη, περιγράφει λεπτομερώς την αποφασιστική σύγκρουση του περσικού πεζικού με τους Αθηναίους και τους Πλαταιείς οπλίτες στην πεδιάδα του Μαραθώνα και ολοκληρώνεται με τη διατύπωση διαπιστώσεων και τη συναγωγή συμπερασμάτων για τα αντίπαλα στρατεύματα, την εφαρμογή των αρχών πολέμου στη μάχη καθώς και την πολιτική της σημασία. Η ιστορική πραγματεία συμπληρώνεται δομικά και οργανικά με τις περιεκτικές αναλύσεις των μύθων που σχετίζονται με την περιοχή του Μαραθώνα και τη γεωπολιτική του ελληνισμού, οι οποίες περιλαμβάνονται στην «Εισαγωγή», και με την αναφορά στη διαδικασία μυθοποίησης της μάχης του Μαραθώνα, που περιγράφεται στα «Επιλεγόμενα». Τέλος, στο «Επίμετρο» παρατίθεται η αφήγηση της μάχης από τον Ηρόδοτο (το αρχαίο κείμενο και η μετάφραση του Άγγελου Βλάχου) και οι βιογραφίες των πρωταγωνιστών των ιστορικών εκείνων ημερών.

Ήδη από την περιγραφή των περιεχομένων, γίνεται, νομίζω, σαφές ότι ο συγγραφέας επεδίωξε να δώσει μια όσο το δυνατόν σφαιρικότερη και πλήρη εικόνα μιας ολόκληρης περιόδου, αναδεικνύοντας τις σχέσεις παραμέτρων και παραγόντων και εντάσσοντας το γεγονός της μάχης μέσα στα ιστορικά του συμφραζόμενα. Η επιλογή του δεν ήταν εύκολη: έπρεπε να αντιμετωπίσει ένα υλικό μεγάλης έκτασης, όγκου και ποικιλίας, να προβεί σε ιεραρχήσεις, και διακρίσεις, να προσδώσει στο κείμενό του το χαρακτηριστικό της ενότητας, έχοντας διαρκώς υπόψη του ότι το κύριο θέμα του έργου του είναι η μάχη του Μαραθώνα, και – κυρίως – να συνδυάσει την περιεκτικότητα και τη συμπύκνωση με τη σαφήνεια και την κατανοητή διατύπωση. Με άλλα λόγια, είχε να εξισορροπήσει πολλά και διαφορετικά πράγματα, χωρίς να θυσιάσει κανένα από αυτά σε βάρος κάποιου άλλου. Το επέτυχε με τρόπο υποδειγματικό. Το αποτέλεσμα είναι μια πραγματικά συναρπαστική αφήγηση, που δομείται οργανικά, τηρώντας μία από τις πιο δύσκολες επιταγές κάθε είδους αφήγησης: την αρχή της ενότητας μέσα στην ποικιλία. Τούτο, εξάλλου, φανερώνεται και από την επιλογή και τη χρήση του φωτογραφικού υλικού, που δεν υπακούει απλώς στην αισθητική τελείωση του συνόλου, αλλά πρωτίστως καθιστά οικείο, διά της απεικόνισης, εκείνο που ο συγγραφέας περιγράφει δια των λέξεων. Αξίζει δε να σημειωθεί ότι στο βιβλίο δημοσιεύονται και πρωτότυπες εικόνες, τις οποίες παραχώρησε ευχαρίστως ο Στέλιος Νιγδιόπουλος, αλλά και ψηφιακά σχεδιαγράμματα της μάχης, κατά φάση, ώστε ο αναγνώστης να μπορεί να παρακολουθήσει την εξέλιξή της.

Όπως δηλώνει στον πρόλογό του, ο συγγραφέας προσεγγίζει τη μάχη του Μαραθώνα, έχοντας ως οδηγό τον Ηρόδοτο και σημαντικές μελέτες νεότερων ιστορικών. Ωστόσο, δεν ακολουθεί τυφλά και άκριτα το ηροδότειο κείμενο• όπου εντοπίζει αντιφάσεις ή αναντιστοιχίες, δεν διστάζει να τις επισημάνει, προτείνοντας πιθανές ερμηνείες ή τρόπους υπέρβασής των. Επιπλέον, δεν παραλείπει να αναφερθεί, κάποιες φορές διεξοδικά, σε θέσεις και συμπεράσματα των μελετητών, τα οποία δεν συμμερίζεται. Σε κάθε περίπτωση, στηρίζεται σε συνεπή και στέρεη επιχειρηματολογία και καλή γνώση των αρχαίων και των νεότερων πηγών. Συχνά, σε κρίσιμα ζητήματα, όπως λ.χ. ο αριθμός των περσικών δυνάμεων, το στρατηγικό σχέδιο του Μιλτιάδη ή η παράταξη των αντιπάλων, προσφεύγει στο οπλοστάσιο των ειδικών γνώσεων στρατηγικής και στρατιωτικής τακτικής, το οποίο ατυχώς δεν λαμβάνεται πάντα υπόψη από τους μη-στρατιωτικούς ιστορικούς. Αυτό του επιτρέπει να διατυπώσει εύλογες και πειστικές υποθέσεις, που αφενός δεν έρχονται σε σύγκρουση με τις αρχαίες πηγές και αφετέρου ευθυγραμμίζονται με τις ιδιαίτερες συνθήκες της εποχής εκείνης• έτσι, αποφεύγει τον κίνδυνο των αναχρονισμών, που αποτελεί σύνηθες σφάλμα πολλών νεότερων ιστορικών.

Πέραν των ανωτέρω, όμως, εκείνο που καθιστά το έργο ξεχωριστό είναι η ιδιαίτερη ματιά του συγγραφέα, η οποία θεωρεί μεν πανοραμικά την ιστορική περίοδο, αλλά στέκεται περισσότερο σε ορισμένες όψεις και γεγονότα, που ως τώρα είτε δεν είχαν προσεχθεί είτε είχαν παρανοηθεί. Υπάρχουν αρκετά τέτοια παραδείγματα, αλλά θα αναφερθώ ενδεικτικά σε μερικά μόνο.

Το πρώτο είναι η ανάδειξη της σημασίας του μύθου για την πρόσληψη και την ερμηνεία της ιστορικής πραγματικότητας, ήδη από την εποχή της αρχαιότητας. Παρ’ όλο που αυτή η διαπίστωση θα έπρεπε να αποτελεί κοινό κτήμα, συχνά παραβλέπεται, με αποτέλεσμα να ισχύει εν πολλοίς η (εσφαλμένη) ταύτιση του μύθου με το ψεύδος. Ο συγγραφέας ακυρώνει τέτοιου τύπου ταυτίσεις, δείχνοντας συγχρόνως στον σημερινό αναγνώστη πως όλα όσα συνηθίζουμε να θεωρούμε «μυθολογία», ήταν οργανικό και ουσιώδες μέρος της νοοτροπίας των αρχαίων και καθόριζε σε μεγάλο βαθμό το σύστημα των πεποιθήσεών τους. Αυτό είναι το βασικό σκεπτικό της «Εισαγωγής» αλλά και των «Επιλεγόμενων», όπου ερμηνεύεται, μεταξύ άλλων, το σχήμα «της εκδίκησης» ως αίτιο των περσικών πολέμων κατά τον Ηρόδοτο, αλλά και η πρόσληψη της σύγκρουσης με μυθολογικούς όρους τόσο από τον Ξέρξη, όσο και μεταγενεστέρως από τον Μ. Αλέξανδρο.

Ένα δεύτερο παράδειγμα, αφορά το εξαιρετικά ενδιαφέρον κεφάλαιο για την Ιωνική επανάσταση. Στα περισσότερα ιστορικά μελετήματα για τον Μαραθώνα, και βεβαίως στα ιστορικά εγχειρίδια, η Ιωνική επανάσταση περιγράφεται σε λιγοστές παραγράφους. Εν προκειμένω, ο συγγραφέας την πραγματεύεται τόσο εξαντλητικά όσο του επιτρέπουν οι διαθέσιμες πηγές. Αναλύει διεξοδικά τα αίτιά της, περιγράφει αναλυτικά τις σημαντικότερες μάχες που διεξήχθησαν στο πλαίσιό της – και μάλιστα χωρίς να περιοριστεί στις συγκρούσεις Ιώνων και Περσών, αλλά διευρύνοντας την οπτική του ώστε να περιλάβει και την πολεμική δράση που ανέλαβαν οι Κάρες – και αποτιμά τη σημασία της για τις μελλοντικές ελληνοπερσικές αναμετρήσεις. Επίσης, εξετάζοντας μεθοδικά και κριτικά τη σχετική βιβλιογραφία, αποκαθιστά την προσωπικότητα του Αρισταγόρα, επαναφέροντας στο προσκήνιο την άποψη που είχε πρώτος διατυπώσει ο de Sanctis το 1931, ο οποίος τον χαρακτηρίζει ως τον «πρώτο ήρωα της ελληνικής ελευθερίας». Και, το σημαντικότερο, αποδεικνύει ότι η εξέγερση των Ιώνων υπήρξε, εν τέλει, η «πρώτη εθνική και δημοκρατική επανάσταση».

Ενδιαφέρων είναι τέλος ο τρόπος με τον οποίο παρουσιάζονται οι Πέρσες και προσεγγίζεται η ηροδότεια άποψη για τη σύγκρουση Ελλήνων και «βαρβάρων». Ο συγγραφέας απορρίπτει ρητώς τέτοιου είδους χαρακτηρισμούς – που όσο κι αν ανάγονται στην αρχαιότητα, κατά καιρούς αναφύονται τεχνηέντως μέσα από διάφορες θεωρίες περί «συγκρούσεως των πολιτισμών». Στο δεύτερο κεφάλαιο του βιβλίου, δείχνει ότι η περσική αυτοκρατορία είχε φτάσει σε υψηλά επίπεδα οικονομικής, καλλιτεχνικής, στρατιωτικής και κρατικής οργάνωσης, και επισημαίνει τα δυνατά σημεία του περσικού στρατού – το εξαιρετικό ιππικό του και τους έξοχους τοξότες του. Συγκρίνοντας τους δύο αντίπαλους κόσμους, αναπροσδιορίζει την αντίθεσή τους ως διαφορά πολιτικού χαρακτήρα• ο δεσποτισμός και η αυτοκρατορία από τη μια πλευρά, η δημοκρατία και η πόλη-κράτος, από την άλλην. Με βάση το μοντέλο της πολιτικής οργάνωσης, εξηγεί γιατί, λ.χ., ήταν αναμενόμενη η περσική επέκταση προς την Ευρώπη, γιατί οι Πέρσες είχαν υιοθετήσει το συγκεκριμένο πολεμικό δόγμα, και γιατί οπλιτική φάλαγγα υπήρξε αποτελεσματική κατά του πολυάριθμου περσικού στρατού. Αυτή η προσέγγιση, πέραν του ότι σέβεται την ιστορική πραγματικότητα και διασφαλίζει την αντικειμενική θεώρηση των γεγονότων, οδηγεί αβίαστα στην πρόσληψη της πραγματικής σημασίας που είχε η νίκη Αθηναίων και Πλαταιέων στον Μαραθώνα: δεν ήταν η καταστροφή μιας αυτοκρατορίας, αλλά η διάσωση μιας νεαρής δημοκρατίας. Και, όπως καταλήγει ο συγγραφέας, γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο, αυτή η νίκη θεωρήθηκε ότι σηματοδοτεί τη γέννηση της Ευρώπης.

Η επιστημονική τεκμηρίωση, η συστηματική αξιοποίηση των πηγών, η άνεση στη χρήση της βιβλιογραφίας, ο σαφής λόγος και η ορθολογική και νηφάλια αντιμετώπιση του υλικού αποτελούν ουσιώδη γνωρίσματα του βιβλίου Χωρίς ιππείς. Και μόνον αυτά θα αρκούσαν για να θεμελιώσουν τη θετική αξιολόγηση του πονήματος του αντιστρατήγου κ. Φράγκου. Αλλά η σημαντικότερη ίσως αρετή του είναι ότι, παρέχοντας πληροφορίες, δεδομένα, κρίσεις και θεωρίες, επιτρέπει στον αναγνώστη να συναγάγει τα δικά του συμπεράσματα και τις δικές του ερμηνείες για τα ιστορικά γεγονότα. Έτσι, το ίδιο το κείμενό του δίνει τη δυνατότητα διαφορετικών αναγνώσεων. Κάποιοι θα μπορούσαν να το διαβάσουν ως μια, κατά το μάλλον ή ήττον, οριστική αφήγηση του παρελθόντος• κάποιοι θα το αντιμετώπιζαν με τρόπο φιλοσοφικότερο, ως απόπειρα αναζήτησης αιτίων, αιτιατών και μορφών αληθείας• και κάποιοι άλλοι θα πρόσεχαν περισσότερο τις αναλογίες, προφανείς ή λανθάνουσες, με άλλες περιόδους της ιστορίας μας ή ακόμη και με τη σημερινή εποχή, αφού «αυτοκρατορίες» όχι μόνο δεν έπαψαν να υπάρχουν, αλλά μερικές φαίνεται να πάσχουν επίσης από αντίστοιχα «περσικά» σύνδρομα.

–Η Δρ. Λίτσα Χατζοπούλου είναι Ιστορικός – Διδάκτωρ Νεοελληνικής Φιλολογίας και το κείμενο είναι η ομιλία της κατά την παρουσίαση του βιβλίου του αρχηγού ΓΕΣ κ. Φραγκούλη Φράγκου «Χωρίς Ιππείς» (Εκδόσεις «Σέλευκος») για τα 2.500 χρόνια της Μάχης του Μαραθώνα, που πραγματοποιήθηκε στην Παλαιά Βουλή.

Το Ελληνικό Κέντρο Ελέγχου Όπλων αλίευσε το σχετικό κείμενο από την ιστοσελίδα ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΖΩΝΗ την οποία σας συνιστούμε για την ενημέρωσή σας. Αναδημοσιεύουμε την πολύ αξιόλογη αυτή ανάλυση προκειμένου να αναγνωσθεί από τους επισκέπτες μας που είναι κυρίως Στελέχη των Ενόπλων Δυνάμενων και των Σωμάτων Ασφαλείας.

Κάντε ένα σχόλιο