«Κυρίες και κύριοι Βουλευτές, υπάρχει μια θεμελιώδης και κορυφαία προϋπόθεση για την άσκηση εξωτερικής πολιτικής: η σφυρηλάτηση και ο σεβασμός της εθνικής ενότητας, η συγκρότηση ενός αρραγούς εσωτερικού μετώπου.

Δεν μιλώ απλώς και μόνο για συναίνεση. Μιλώ για μία ιστορικού χαρακτήρα συστράτευση. Αυτό σημαίνει πως πρέπει να αναδείξουμε όχι μόνο στην Αίθουσα της Βουλής, αλλά στο σύνολο της ελληνικής κοινωνίας την αίσθηση της κοινής ευθύνης και της κοινής μοίρας. Σημαίνει, επίσης, αυτό ότι δεν πρέπει να επινοούμε και να μεγαλοποιούμε τεχνητά κατά βάθος ανύπαρκτες διαφορές.

Εις πείσμα της αυτοϋποτιμητικής διάθεσης που κυριαρχεί ακόμη και στη κοινή γνώμη με ευθύνη των διαμορφωτών της, άρα με κύρια ευθύνη δική μας, η περίοδος της Μεταπολίτευσης έχει διαμορφώσει εκ των πραγμάτων μια ευρυτάτης αποδοχής εθνική στρατηγική. Και παρά τις έντονες διαφωνίες που διατύπωσαν ένθεν κακείθεν τα δύο κορυφαία πρόσωπα της περιόδου αυτής, ο αείμνηστος Κωνσταντίνος Καραμανλής και ο Ανδρέας Παπανδρέου, αυτοί κυρίως συνέβαλαν στο να οικοδομηθεί αυτή η εθνική στρατηγική, που συγκεντρώνει την υποστήριξη της συντριπτικής πλειοψηφίας του ελληνικού λαού, μιας πλειοψηφίας που υπερβαίνει τα τυπικά κομματικά και παραταξιακά σύνορα.

Υπό το πνεύμα αυτό, πρέπει να μάθουμε να συνεννοούμεθα, κυρίως μέσα στη Βουλή, αλλά και εκτός αυτής. Τόνισε ο Πρωθυπουργός, το επανέλαβε ο κ. Δρούτσας, το επαναλαμβάνω και εγώ ως παράδειγμα πως η Ελλάδα προωθεί με τις χώρες που εφάπτεται την οριοθέτηση των “θαλασσίων ζωνών”.

Δεν έκαναν τον κόπο οι Αρχηγοί των κομμάτων της Αντιπολίτευσης να αντιληφθούν τι κρύβεται πίσω από την απλή αυτή έννοια. Χρειάζεται να υπενθυμίσω ότι η συμφωνία που υπεγράφη με την Αλβανία και που δεν κυρώθηκε από αλβανικής πλευράς, αφορά την οριοθέτηση γενικώς των θαλασσίων ζωνών; Ή μήπως υπάρχει κανείς στην Αίθουσα αυτή που δεν αντιλαμβάνεται τη διαφορά μεταξύ ενός δικαιώματος στην υφαλοκρηπίδα που λειτουργεί ab initio και ipso jure και ενός δικαιώματος στην Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη, που πρέπει να διακηρυχθεί; Φαντάζομαι το αντιλαμβάνονται όλοι αυτό.

Επίσης, αντιλαμβάνονται όλοι πως μπορεί θεωρητικά να υπάρχει υφαλοκρηπίδα χωρίς Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη, αλλά δεν μπορεί να υπάρχει Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη χωρίς υφαλοκρηπίδα. Γιατί; Διότι πρωτίστως θεωρητικά, εν δυνάμει, όχι στο Αιγαίο ή στην Ανατολική Μεσόγειο, αλλά σε άλλες γεωγραφικές περιοχές η υφαλοκρηπίδα μπορεί να έχει έκταση πολύ μεγαλύτερη από την Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη.

Και φυσικά όλοι αντιλαμβανόμαστε στην Αίθουσα αυτή ότι ενώ στην υφαλοκρηπίδα υπάρχει ένα γεωλογικό παρελθόν που επιτρέπει να διατυπώνονται νομικώς αβάσιμα επιχειρήματα από την άλλη πλευρά, πράγματι η ΑΟΖ δεν έχει κάποιο γεωλογικό παρελθόν και έτσι όταν μιλούμε για οριοθέτηση θαλασσίων ζωνών, στην πραγματικότητα ακυρώνεται όποιο ανυπόστατο ούτως ή άλλως γεωλογικής προέλευσης επιχείρημα μπορούσε να διατυπωθεί.

Φυσικά μιλάμε πάντοτε για το σεβασμό του Διεθνούς Δικαίου της Θάλασσας. Φυσικά μιλάμε πάντα για μια διαδικασία οριοθέτησης μέσα από το Δικαστήριο της Χάγης. Και είμαι βέβαιος πως όλοι όσοι διατυπώνουν δημόσιο λόγο για τα θέματα αυτά, έχουν μελετήσει με προσοχή, σε βάθος και με όλες τις αποχρώσεις την πλούσια νομολογία του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης, όπως αυτή έχει διαμορφωθεί πριν και μετά τη θέση σε ισχύ της νέας σύμβασης του Δικαίου της Θάλασσας.

Να είστε βέβαιοι, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, ότι η Κυβέρνηση –όχι απλώς και μόνο η παρούσα Κυβέρνηση, κάθε Κυβέρνηση, γιατί έχει τέτοια εθνική υποχρέωση- παρακολουθεί τα θέματα αυτά. Σίγουρα η σημερινή Κυβέρνηση ακριβώς επειδή διαχειρίστηκε τις πιο κρίσιμες φάσεις, όπως τη φάση της κύρωσης από την Ελλάδα της σύμβασης για το Δίκαιο της Θάλασσας, έχει και ιστορική αίσθηση και γνώση των θεμάτων αυτών.

Μια δεύτερη αρχή που πρέπει να διέπει την πολιτική μας στα θέματα αυτά είναι η ανάγκη να υπερασπιζόμαστε την εθνική κυριαρχία με την απλή και κορυφαία έννοια της “εδαφικής κυριαρχίας”, ιδίως σε μια περίοδο όπως η σημερινή, μια περίοδο αμφισβήτησης της κυριαρχίας ακόμη και των μεγαλύτερων και των ισχυρότερων κρατών του κόσμου όπως οι Ηνωμένες Πολιτείες, μια περίοδο κατά την οποία υφιστάμεθα προφανείς περιορισμούς της δημοσιονομικής μας κυριαρχίας.

Όλοι γνωρίζουμε πάρα πολύ καλά -και πρωτίστως η Κυβέρνηση της χώρας- ότι όταν νιώθεις ότι είσαι οικονομικά και δημοσιονομικά αδύναμος πρέπει να στείλεις –και αυτό κάνουμε σήμερα εδώ και πρέπει να το κάνουμε όλοι μαζί- διεθνώς το μήνυμα ότι δεν κάμπτεται η ικανότητά μας, η βούλησή μας να υπερασπιστούμε την εθνική κυριαρχία της χώρας, τα κυριαρχικά μας δικαιώματα και τις αρμοδιότητες που αναγνωρίζονται στη χώρα σύμφωνα με το Διεθνές Δίκαιο ή σύμφωνα με αποφάσεις διεθνών οργανισμών.

Αυτή είναι και η βασική αποστολή, το κύριο επιχειρησιακό έργο των Ενόπλων Δυνάμεων της χώρας που λειτουργούν ως μοχλός υποστήριξης της εξωτερικής πολιτικής. Βασική αποστολή των Ενόπλων Δυνάμεων είναι ακριβώς να παρέχει στον ελληνικό λαό την αίσθηση της ασφάλειας και να στέλνει διεθνώς –και ιδίως στην περιοχή μας- το μήνυμα ότι υπάρχει ένας πυρήνας, ο οποίος είναι άθικτος, ανυπέρβλητος και αυτό συγκροτεί την έννοια της εθνικής μας αξιοπρέπειας και της εθνικής μας ισχύος.

Για να τα πετύχουμε, όμως, αυτά, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, απαιτείται να έχουμε ορθή, διορατική και απροκατάληπτη αντίληψη του συσχετισμού των δυνάμεων, να ξέρουμε ακριβώς ποιος είναι ο διεθνής και ο περιφερειακός συσχετισμός δυνάμεων. Αυτό ας το έχουμε πάντα κατά νου. Αυτό είναι πολύ χρήσιμο για την πολιτική εξοπλισμών. Διότι έχει επικρατήσει μια επικίνδυνη αντίφαση και στο πολιτικό προσωπικό και στην κοινή γνώμη. Κανείς δεν θέλει καμία αμυντική δαπάνη που τη θεωρεί εξ ορισμού ύποπτη ή περιττή. Πράγματι, υπάρχει μια αχλή μυστηρίου. Και έχουμε δώσει εμείς, οι διαχειριζόμενοι την εξουσία, στο παρελθόν πολλές αφορμές προκειμένου να καλλιεργηθεί αυτή η αντίληψη. Δεν είναι μια αντίληψη αβάσιμη. Από την άλλη μεριά, κανείς δεν θέλει να διαταραχθεί έστω και κατ’ ελάχιστο η ισορροπία δυνάμεων στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο. Ξέρετε είναι πολύ δύσκολο να τα πετύχει κανείς και τα δυο αυτά.

Έχει, λοιπόν, πολύ μεγάλη σημασία, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, να πούμε και από το Βήμα αυτό ότι η Πολεμική μας Αεροπορία αντιμετωπίζει καθημερινά και χωρίς καμία κάμψη κάθε παράβαση των κανόνων εναέριας κυκλοφορίας, κάθε παραβίαση του ελληνική εναέριου χώρου, πολύ περισσότερο κάθε υπέρπτηση τουρκικού αεροσκάφους υπεράνω της ελληνικής επικράτειας χωρίς διπλωματική άδεια, κάθε δέσμευση περιοχής για ασκήσεις χωρίς άδεια της Υπηρεσίας Πολιτικής Αεροπορίας. Προβαίνουμε στον ορθό χαρακτηρισμό των τουρκικών αεροσκαφών. Το γεγονός ότι έχει καταγραφεί μια εντυπωσιακή μείωση των εμπλοκών το τελευταίο έτος, το 2010, οφείλεται στη συμπεριφορά αυτών που παραβιάζουν τους κανόνες ή τον εθνικό εναέριο χώρο –δηλαδή της άλλης πλευράς- και όχι στη δική μας κάμψη. Και οφείλεται φυσικά και στον εκσυγχρονισμό των όπλων και της αεροπορικής τακτικής.

Έχουμε, όμως, πράγματι αύξηση των μη αβλαβών διελεύσεων τουρκικών πολεμικών πλοίων από τα ελληνικά χωρικά ύδατα. Αυτό είναι κάτι που μας απασχολεί και το θέτουμε ευθέως στους συνομιλητές μας της άλλης πλευράς είτε γιατί έχουμε παράβαση των κανόνων περί αβλαβούς διέλευσης είτε επειδή έχουμε παράβαση των κανόνων για τους πλόες διέλευσης. Βέβαια, προσπαθούμε να είμαστε συνεπείς στην τήρηση των Μέτρων Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης, αλλά θέλουμε αυτό να μη γίνεται ετεροβαρώς. Θέλουμε πάρα πολύ απλά να ισχύει στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο ό,τι ισχύει σε όλες τις άλλες περιοχές του ΝΑΤΟ και της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Να ισχύουν στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο οι κοινές ΝΑΤΟϊκές και ευρωπαϊκές πρακτικές. Αυτός είναι ο χρυσός κανόνας και για τα μέτρα οικοδόμησης εμπιστοσύνης, αλλά και για ένα άλλο θέμα που είναι άκρως επίκαιρο και συνδέεται με την εφαρμογή της νέας δομής διοίκησης του ΝΑΤΟ και με τα ζητήματα επιχειρησιακού ελέγχου και σχεδιασμού ασκήσεων στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο. Εδώ θέλουμε να μην υπάρχουν δήθεν ιδιορρυθμίες του Αιγαίου και της Ανατολικής Μεσογείου. Θέλουμε να ισχύουν οι γενικής εφαρμογής κανόνες, οι ίδιες πρακτικές και να μην υπάρχει καμία διαφοροποίηση.

Γιατί αλήθεια –το επανέλαβε το Κομμουνιστικό Κόμμα και ο ΣΥΡΙΖΑ- μετέχουμε σε μεγάλες επιχειρήσεις του ΝΑΤΟ πέραν της περιοχής του άρθρου 5 όπως λέγεται; Γιατί είμαστε στο Αφγανιστάν, στο Κέρας της Αφρικής; Πρωτίστως γιατί έτσι διασφαλίζουμε υπέρ ημών το συσχετισμό δυνάμεων που μας ενδιαφέρει στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο και ευρύτερα στη Νοτιοανατολική Ευρώπη. Είμαστε εκεί, μαζί με πάρα πολλές χώρες πέραν του ΝΑΤΟ, μαζί με 45 χώρες, είμαστε εκεί μαζί με τη Ρωσική Ομοσπονδία, η οποία συμπράττει σε στρατηγικής σημασίας θέματα όπως η αντιπυραυλική άμυνα με το ΝΑΤΟ. Διότι αν δεν ήμασταν, στην πραγματικότητα θα προκαλούσαμε εν δυνάμει βλάβη στον περιφερειακό συσχετισμό και στην προστασία των κυριαρχικών μας δικαιωμάτων στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο. Διότι υπάρχει αντανακλαστική επιρροή, την οποία πρέπει να την παρακολουθούμε και που είναι οφθαλμοφανής.

Έτσι αντιμετωπίζουμε και το ζήτημα της συμμετοχής μας στην Κοινή Πολιτική Ασφάλειας και Άμυνας της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Έτσι αντιμετωπίζουμε τις διμερείς μας σχέσεις με τη Ρωσία, με τη Γαλλία, με το Ισραήλ σε μια αυτόνομη βάση και όχι στη βάση εξαρτημένων αντανακλαστικών επειδή διαγράφεται κάπως διαφορετικά η καμπύλη των διμερών σχέσεων αυτών των χωρών με άλλες χώρες της περιοχής. Και τιμούμε τις υπογραφές της ελληνικής Κυβέρνησης γιατί υπάρχει συνέχεια της ελληνικής Πολιτείας.

Πώς οργανώνουμε, όμως, τώρα τις προτεραιότητές μας στα εξοπλιστικά προγράμματα; Υπό τον έλεγχο της Βουλής, επεξεργαζόμενοι μια νέα δομή δυνάμεων, με ενδελεχείς μελέτες για τον τρόπο ενσωμάτωσης προηγουμένων προμηθειών στις Ένοπλες Δυνάμεις και βέβαια με απόλυτη διαφάνεια και μέσα σε ένα δημοσιονομικό πλαίσιο που είναι ούτως ή άλλως καθοριστική παράμετρος για κάθε χώρα και την πιο πλούσια και την πιο ισχυρή. Δεν υπάρχει χώρα που να μην λαμβάνει υπ’ όψιν τα δημοσιονομικά δεδομένα της στην άσκηση της αμυντικής πολιτικής. Θα έχουμε την ευκαιρία να μιλήσουμε γι’ αυτό. Ας μην ανησυχεί, όμως, κανείς στην Αίθουσα αυτή. Έχουμε καθαρές, έντιμες σχέσεις με όλες τις χώρες με τις οποίες διαμορφώνουμε τον αστερισμό των διμερών αμυντικών συνεργασιών μας. Και αναφέρομαι ειδικά στις τρεις που προανέφερα, δηλαδή στη Ρωσία, τη Γαλλία και το Ισραήλ.

Και από αυτό παράγεται ένα μέρισμα αναπτυξιακό, γιατί επαναλαμβάνω ότι συμβάλαμε ως Υπουργείο Εθνικής Άμυνας στη μείωση του ελλείμματος το 2010 κατά 1,6 δισ. ευρώ, όσο ήταν και η συμβολή της περικοπής των μισθών των δημοσίων υπαλλήλων, μέσα από την κατάλληλη διαχείριση των πληρωμών και των παραλαβών. Και η συμβολή μας αυξάνεται το 2011 κατά άλλα 500 εκατ. ευρώ χωρίς καμία επιχειρησιακή κάμψη.

Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, αντιμετωπίζουμε τα θέματα, όπως έχω πει κατ’ επανάληψη, με στρατηγική ψυχραιμία. Ούτε μεγαλύτερη ούτε μικρότερη διάσταση προσδίδουμε σε κάθε περιστατικό.

Όμως, οι αντιδράσεις μας δεν είναι σημειακές, τυχαίες, συγκυριακές. Εντάσσονται σε μία ολοκληρωμένη στρατηγική, σε ένα σχεδιασμό. Και ξέρουμε και ποια είναι η περιφερειακή αντίφαση που υπάρχει. Εμείς θέλουμε μία προσέγγιση με την Τουρκία, η οποία θα μειώσει την ένταση στην περιοχή και θα την καταστήσει περιοχή ειρήνης, ασφάλειας και ευημερίας. Εμείς θέλουμε να προωθήσουμε την ευρωπαϊκή της προοπτική. Από την άλλη μεριά, ξέρουμε ότι από εκεί απορρέει ένταση, από εκεί απορρέει μία επίσημα διατυπωμένη απειλή από τη μεγάλη Τουρκική Εθνοσυνέλευση. Μα, εδώ είναι το στοίχημα: Η επιτυχής διαχείριση αυτής της προφανούς αντίφασης.

Γι’ αυτό, λοιπόν, έχει πολύ μεγάλη σημασία να πιστέψουμε στις αρχές της πολιτικής εθνικής άμυνας και ασφάλειας, που βασίζονται στο Διεθνές Δίκαιο, στο σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, στην ανάγκη για σεβασμό των υφισταμένων συνόρων, στην ανάγκη να συμβάλλουμε στην ειρήνη και τη σταθερότητα, με ύπατο κριτήριο πάντα τα εθνικά μας συμφέροντα, την εθνική μας κυριαρχία, τα κυριαρχικά μας δικαιώματα. Γι’ αυτό έχει νόημα να λέμε ότι το στρατιωτικό δόγμα μας είναι και αποτρεπτικό και αμυντικό, γιατί έτσι δεν θέλουμε να κλιμακώνουμε ή να παράγουμε τεχνητές ή τεχνικές κρίσεις, αλλά θέλουμε να αντιμετωπίσουμε τα προβλήματα στον πυρήνα τους και να κάνουμε ένα βήμα μπροστά, διότι αλλιώς θα κυνηγάμε πάντα την ουρά μας, χωρίς να παράγεται πραγματικό ιστορικό αποτέλεσμα υπέρ της πατρίδας.

Πρέπει τώρα, σε μία περίοδο κρίσης, κατήφειας, απαισιοδοξίας να συμβάλλουμε στην εθνική ανάταση, να τονίσουμε αυτά που μας ενώνουν, να αναδείξουμε μία εθνική στρατηγική που υπάρχει και που μπορούμε να την αξιοποιήσουμε. Και πάντως η Κυβέρνηση, από τη δική της πλευρά, με τον Πρωθυπουργό, τον Υπουργό Εξωτερικών και όλους εμάς θα κάνει ό,τι μπορεί και ό,τι πρέπει και πιστεύω ότι αυτό θα είναι μία θετική κληρονομιά αυτής της πολύ δύσκολης και άγονης περιόδου που ζει, όχι μόνο η χώρα μας, αλλά όλη η Ευρώπη και όλος ο κόσμος».

Ευχαριστώ.

(παρέμβαση κ. Βενιζέλου στην ομιλία του Προέδρου του ΛΑ.Ο.Σ. κ. Σπ. Καρατζαφέρη)

«Στο απλό και καταλυτικό ερώτημα του κυρίου Καρατζαφέρη οφείλω ως Υπουργός Εθνικής Άμυνα, να δώσω μια απλή και καθαρή απάντηση.

Ναι, κύριε Πρόεδρε του Λαϊκού Ορθόδοξου Συναγερμού, οι Ένοπλες Δυνάμεις έχουν την πραγματική επιχειρησιακή ικανότητα να προασπίζονται την εδαφική μας ακεραιότητα και την εθνική μας κυριαρχία. Να το πιστέψουμε αυτό, δεν είναι μια ρητορική δήλωση. Είναι η πραγματική ικανότητα της χώρας, είναι ο πυρήνας της εθνικής μας ισχύος και πρέπει όλες οι πολιτικές δυνάμεις, όλος ο λαός, όλη η κοινωνία να περιβάλλουμε με εμπιστοσύνη, να σεβόμαστε και να στηρίζουμε τις Ένοπλες Δυνάμεις της χώρας».

Ομιλία Υπουργού Εθνικής Άμυνας κ. Ευάγγελου Βενιζέλου στη Βουλή, στη συζήτηση προ ημερησίας διατάξεως σε επίπεδο Αρχηγών Κομμάτων, σχετικά με τα εθνικά θέματα (24-1-2011)

Κάντε ένα σχόλιο