Ευάγγελος Βενιζέλος: «Κυρία Αφεντούλη, και κύριε Ευθυμιόπουλε, σας ευχαριστώ πάρα πολύ για τα θερμά σας λόγια και για την υποδοχή. Χαίρομαι γιατί βρίσκομαι για δεύτερη χρονιά σε αυτήν την συνάντηση. Διαπιστώνω με πολύ μεγάλη ικανοποίηση ότι η «Διεθνής Στρατηγική» συνεχίζει απτόητη τις προσπάθειές της και επεκτείνεται.
Κάθε φορά που βλέπω την κα. Αφεντούλη επιβεβαιώνονται οι εκτιμήσεις μου για τις ικανότητές της και χαίρομαι γιατί έχουμε μια τόσο σημαντική εκπρόσωπο εμείς στη διεύθυνση δημόσιας διπλωματίας του ΝΑΤΟ και την ευχαριστώ για μια ακόμη φορά, γιατί έχει δεχθεί να μετάσχει στη σύνθεση του Διοικητικού Συμβουλίου του Ινστιτούτου Αμυντικών Αναλύσεων, το οποίο θέλουμε συν τω χρόνω να παίξει ένα συντονιστικό ρόλο, αξιοποιώντας τα πανεπιστημιακά μας ιδρύματα, τους ερευνητικούς μας φορείς και αξιόπιστες οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών, όπως η «Διεθνής Στρατηγική». Γιατί όλο το δυναμικό που υπάρχει πρέπει να στρέφεται προς ορισμένες κατευθύνσεις, οι οποίες είναι εκ των πραγμάτων οι προτεραιότητες της δημόσιας συζήτησης γύρω από τα θέματα αυτά.

Κυρίες και κύριοι Πρέσβεις και Γενικοί Πρόξενοι, χαίρομαι που σας βλέπω εδώ. Κυρίες και κύριοι, αγαπητές φίλες και φίλοι, θα ήταν κοινότοπο να πω ότι μέσα σε έναν τόσο ρευστό και ανασφαλή κόσμο έχει μεγάλη σημασία να αναζητά κανείς ορισμένα σταθερά σημεία αναφοράς. Αυτά που του επιτρέπουν να κάνει κάποιες στοιχειωδώς ασφαλείς προγνώσεις και να συγκροτήσει μια στρατηγική, που είναι πάντοτε υπό επιβεβαίωση, που είναι περισσότερο μια υπόθεση εργασίας, που πρέπει να δοκιμάζεται επί του πεδίου, παρά ένα δόγμα.

Στην Αίγυπτο τα πράγματα ήταν διαφορετικά χτες το βράδυ, διαφορετικά σήμερα το απόγευμα. Η Μεσόγειος αλλάζει όψη. Η Βόρεια Αφρική, οι συσχετισμοί στη Μέση Ανατολή επηρεάζονται ενδεχομένως καταλυτικά. Στη γειτονιά μας, στη Νοτιοανατολική Ευρώπη, ζούμε αυτήν την περίοδο έντονα φαινόμενα πολιτικής αστάθειας σε χώρες που μας ενδιαφέρουν, σε χώρες που θέλουμε να έχουν μια ευρωατλαντική προοπτική -και εργαζόμαστε προς την κατεύθυνση αυτή. Αλλά είμαστε υποχρεωμένοι να παρακολουθούμε τις εσωτερικές, κοινωνικές και πολιτικές εξελίξεις και βεβαίως, με τον σεβασμό που απαιτείται απέναντι στην αρχή της λαϊκής κυριαρχίας, να παρακολουθούμε τις διακυμάνσεις που υπάρχουν πάντοτε στην εσωτερική πολιτική ζωή των χωρών. Έχει πάρα πολύ μεγάλη σημασία ως εκ τούτου να προσπαθούμε να συμβάλουμε στη σταθερότητα των περιοχών που μας ενδιαφέρουν και που επηρεάζουν την περιφερειακή ταυτότητα της χώρας μας, χωρίς να χάνουμε από τα μάτια μας ορισμένες θεμελιώδεις επιλογές που καλό είναι να τις υπενθυμίζουμε, παρ’ ό,τι είναι πασίγνωστες και παρ’ ό,τι προσδιορίζουν την πολιτική μας στα μεγάλα θέματα της εξωτερικής πολιτικής και της πολιτικής ασφάλειας και άμυνας.

Η Ελλάδα, όπως γνωρίζετε, ως παλαιό και αξιόπιστο μέλος του ΝΑΤΟ εδώ και εξήντα χρόνια και ως παλαιό μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης -και άρα της Κοινής Πολιτικής Ασφάλειας και Άμυνας- προσπαθεί να παρακολουθεί το κεντρικό ρεύμα των εξελίξεων, να το συνδιαμορφώνει, τονίζοντας προς κάθε κατεύθυνση πως η πρώτη προτεραιότητα φυσικά της δικής της εθνικής στρατηγικής είναι η προστασία της εθνικής της αξιοπρέπειας, της εδαφικής της ακεραιότητας, της εθνικής της κυριαρχίας και των κυριαρχικών δικαιωμάτων της και δικαιοδοσιών. Αυτό το απλό και καθαρό μήνυμα που κανονικά θα έπρεπε να είναι αυτονόητο -αλλά δυστυχώς δεν είναι πάντα- έχει πολύ μεγάλη σημασία να εκπέμπεται ιδιαίτερα μέσα στην παρούσα συγκυρία, δηλαδή μέσα σε μια περίοδο δημοσιονομικής κρίσης που έχει δυσάρεστες πολλές φορές κοινωνικές επιπτώσεις, μέσα σε μια περίοδο περιορισμού της δημοσιονομικής κυριαρχίας της χώρας.

Ως εκ τούτου, έχει πολύ μεγάλη σημασία να τονίζουμε και να νιώθουμε ότι αυτός ο περιορισμός της δημοσιονομικής μας κυριαρχίας δεν αγγίζει το σκληρό πυρήνα της κυριαρχίας μας, δεν αγγίζει την ικανότητά μας να υπερασπιζόμαστε την ακεραιότητα και την ανεξαρτησία μας και να παίζουμε έναν ρόλο στα περιφερειακά και διεθνή δρώμενα που αρμόζει στο μέγεθός μας, χωρίς μικρομεγαλισμούς, με πλήρη συνείδηση των μεγεθών και με πλήρη συνείδηση του συσχετισμού των δυνάμεων, ο οποίος όμως διαμορφώνεται όχι με ένα τρόπο μηχανιστικό, ή ας το πούμε έτσι αριθμητικό, αλλά με έναν τρόπο γεωμετρικό που εξαρτάται σε πάρα πολύ μεγάλη βαθμό από πολλαπλασιαστές ισχύος. Τέτοιος δε, πολλαπλασιαστής ισχύος είναι αναμφίβολα η πίστη μας πως μπορούμε να διαχειριστούμε την κρίση και μπορούμε να παίξουμε έναν εποικοδομητικό ρόλο ως παράγοντας σταθερότητας, ειρήνης και προοπτικής για την περιοχή μας.

Στο πλαίσιο αυτό, αντιμετωπίζει η Ελλάδα και τις διμερείς σχέσεις της, τις σχέσεις της με τις ΗΠΑ, τη Ρωσία, με όλες τις μεγάλες ευρωπαϊκές χώρες, τις σχέσεις της με τη γειτονική μας χώρα, την Τουρκία, και τις σχέσεις της με άλλες χώρες της ευρύτερης περιοχής, όπως είναι για παράδειγμα το Ισραήλ, με το οποίο έχουμε διαμορφώσει την τελευταία περίοδο μια πολύ ενδιαφέρουσα, αυτόνομη στρατηγική εταιρική σχέση. Δεν υπάρχει αμφιβολία πως για εμάς, ως μέλος του ΝΑΤΟ και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το πρώτο αυτό εξάμηνο του 2011 επικαθορίζεται από την προσπάθειά μας και την υποχρέωσή μας να εφαρμόσουμε όσο γίνεται πιο πειστικά και πιο οργανωμένα την πολύ πλούσια δέσμη των αποφάσεων της Συνόδου Κορυφής της Λισσαβόνας.

Άρα, αυτή τη στιγμή μετέχουμε και εμείς σε όλες τις διαδικασίες και σε όλες τις διεργασίες, που αφορούν την εφαρμογή της Νέας Δομής Διοίκησης του ΝΑΤΟ, ένα σχήμα επιτελικό, πιο οικονομημένο, πιο λιτό, πιο έξυπνο, ενδεχομένως πιο αποτελεσματικό, που θα επηρεάσει αναμφίβολα και την περιοχή μας. Ταυτόχρονα διεξάγεται η συζήτηση για τη συμβολή των εθνών στη Νέα Δομή Δυνάμεων. Άρα έχουμε μια πάρα πολύ ενδιαφέρουσα συζήτηση για την ενοποιημένη στρατιωτική δομή του ΝΑΤΟ, η οποία είναι εξαιρετικά κρίσιμη για το Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο.

Θέλουμε στη νότια πτέρυγα του ΝΑΤΟ να εφαρμόζονται οι ίδιες αντιλήψεις, οι ίδιοι κανόνες, οι ίδιες αρχές και οι ίδιες πρακτικές που εφαρμόζονται σε όλες τις άλλες περιοχές της Συμμαχίας και φυσικά θέλουμε να διαμορφωθούν στο υψηλότερο δυνατό επίπεδο οι σχέσεις μεταξύ ΝΑΤΟ και Ευρωπαϊκής Ένωσης με σεβασμό στην οντότητα και τη θεσμική αυτονομία των δύο οργανισμών.

Θέλουμε αυτή η σχέση να είναι οργανωμένη με διαφάνεια. Να είναι μια σχέση ανάμεσα στα 28 κράτη-μέλη του ΝΑΤΟ και στα 27 κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Θέλουμε συνεπώς πίσω από τη διευθέτηση της συνεργασίας αυτής να μην δημιουργούνται προβλήματα που αφορούν την πλήρη υπόσταση της Κυπριακής Δημοκρατίας ως κράτους-μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης -και άρα της Κοινής Πολιτικής Ασφάλειας και Άμυνας. Και θέλουμε από την άλλη μεριά η σχέση Ευρωπαϊκής Ένωσης και Τουρκίας να εξελιχθεί με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, φυσικά μέσα από το σεβασμό του κοινοτικού κεκτημένου, μέσα από το σεβασμό των αντιλήψεων, των αρχών που ο σεβασμός τους είναι προϋπόθεση για τη συμμετοχή κάθε κράτους στο ευρωπαϊκό γίγνεσθαι.

Πιστεύουμε βαθιά πως η δυτική προοπτική της γειτονικής μας χώρας πρέπει να ενθαρρυνθεί. Συνιστά από μόνη της μια στρατηγική μεγάλων διαστάσεων που στην πραγματικότητα δίνει μια καθυστερημένη μεν, αλλά αναγκαία οριστική απάντηση στο λεγόμενο “ανατολικό ζήτημα” -με καθυστέρηση πάρα πολλών δεκαετιών. Θέλουμε η Τουρκία να επιβεβαιώσει αυτές τις επιλογές, να τις αξιοποιήσει με τον καλύτερο τρόπο για την ευτυχία του λαού της και για την ευημερία της, αλλά και για μια καλή και ειλικρινή σχέση γειτονίας με την Ελλάδα πάντα μέσα στο πλαίσιο του Διεθνούς Δικαίου, πάντα με απόλυτο σεβασμό στους κανόνες του Διεθνούς Δικαίου της Θάλασσας. Και στο πλαίσιο αυτό προσπαθούμε να διαχειριστούμε με τον καλύτερο δυνατό τρόπο μια θεμελιώδη περιφερειακή αντίφαση που είναι προφανής.

Η Ελλάδα είναι ταυτόχρονα ο πιο σημαντικός και ένθερμος υποστηρικτής της ευρωπαϊκής προοπτικής της Τουρκίας. Πιστεύει και εργάζεται πάνω στην προοπτική αυτή. Από την άλλη μεριά, όμως, η αίσθηση αν όχι της απειλής, πάντως της κρίσης που υπάρχει εδώ και πάρα πολλά χρόνια -εδώ και 36 χρόνια- συνδέεται με τις ελληνοτουρκικές σχέσεις, συνδέεται με το γεγονός ότι έχουμε σχεδόν σε καθημερινή βάση σημαντικά κρίσιμα περιστατικά στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο, που ανάγονται στον τρόπο με τον οποίο πρέπει να αντιλαμβανόμαστε την εφαρμογή αρχών, κανόνων και πρακτικών του Διεθνούς Δικαίου, ρυθμίσεων που απορρέουν από διεθνείς συμβάσεις, ρυθμίσεων που απορρέουν από το Διεθνές Δίκαιο της Θάλασσας.

Πιστεύουμε στα Μέτρα Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης, στον διάλογο για τον εμπλουτισμό και την αξιόπιστη εφαρμογή των μέτρων αυτών, όχι όμως με τρόπο ετεροβαρή, όχι με έναν τρόπο που αποκλίνει, όπως είπα και προηγουμένως, από αυτό που συμβαίνει και διαμορφώνεται ως βέλτιστη πρακτική, τόσο στους κόλπους του ΝΑΤΟ όσο και στους κόλπους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μεταξύ γειτονικών κρατών που μετέχουν στη Συμμαχία, που μετέχουν στην Ευρωπαϊκή Ένωση, θέλουν να ενταχθούν σ’ αυτή και αποδέχονται ως εκ τούτου και τις αρχές της Κοπεγχάγης και τις αρχές του Ελσίνκι.

Είναι βεβαίως πάρα πολύ σημαντικό γεγονός ότι μέσα σε αυτήν την παγκόσμια ρευστότητα εμφανίζονται ορισμένα σημεία όχι απλώς θετικά, αλλά θα έλεγα σημεία που εκπέμπουν μια προοπτική. Το γεγονός ότι είχαμε πρόοδο στην κύρωση της Συνθήκης Start-2 μεταξύ ΗΠΑ και Ρωσίας είναι σημαντικό. Το γεγονός ότι ο Πρόεδρος της Ρωσικής Ομοσπονδίας, ο Πρόεδρος Μεντβέντεφ, προσκλήθηκε και μετείχε στη Σύνοδο Κορυφής του ΝΑΤΟ στη Λισσαβόνα και αντάλλαξε εξαιρετικά εποικοδομητικούς λόγους με τον Αμερικανό πρόεδρο Ομπάμα και τους άλλους ηγέτες των κρατών-μελών του ΝΑΤΟ είναι πάρα πολύ σημαντικό. Το γεγονός ότι μέσα στο κεκτημένο της Λισσαβόνας περιλαμβάνεται πλέον μια νέα αντίληψη για την αντιπυραυλική άμυνα που βασίζεται στην αρχή της εναρμόνισης ανάμεσα στο υφιστάμενο ΝΑΤΟϊκό πλαίσιο, την αμερικανική σχεδίαση αλλά και τη ρωσική συμμετοχή είναι πάρα πολύ σημαντικό.

Το γεγονός ότι η Τουρκία, παρά τις επιφυλάξεις που είχε διατυπώσει από την δική της οπτική γωνία για τα σχετικά κείμενα, τελικώς συμφώνησε και συνδιαμόρφωσε τις ομόφωνες αποφάσεις σε σχέση με την αντιπυραυλική άμυνα, είναι και αυτό πάρα πολύ σημαντικό.

Τα σημεία όμως αυτά, τα οποία θα μπορούσαμε να πιστώσουμε στα θετικά των τελευταίων μηνών, είναι δυστυχώς πολύ λιγότερα από τα ασαφή και ρευστά σημεία που κατέγραψα στην αρχή της ομιλίας μου και τα οποία φυσικά επιβεβαιώνουν από την άποψη αυτή, το Νέο Στρατηγικό Δόγμα του ΝΑΤΟ, την ανάγκη το ΝΑΤΟ να λειτουργεί ως ένας μηχανισμός πρόγνωσης και διαχείρισης κρίσεων, την ανάγκη να αναπτύξει παράλληλα με τα στρατιωτικά χαρακτηριστικά του και τα πολιτικά του χαρακτηριστικά και βέβαια την ανάγκη να καταγράψει ως επώνυμες απειλές, απειλές που ξεφεύγουν πάρα πολύ από την κλασική παραδοσιακή αντίληψη για το τι σημαίνει υποκείμενο του Διεθνούς Δικαίου, για το τι σημαίνει πόλεμος, για το τι σημαίνει απειλή, για το τι σημαίνει σε τελευταία ανάλυση ασφάλεια, με την έννοια τόσο της εξωτερικής όσο και της εσωτερικής ασφάλειας.

Ως Υπουργός Εθνικής Άμυνας, καλούμαι και εγώ μαζί με τους συναδέλφους μου πάρα πολύ συχνά να διαχειριστώ θέματα που πριν από μερικές δεκαετίες δεν θα ανήκαν με κανέναν τρόπο στο χαρτοφυλάκιο του Υπουργείου Άμυνας. Θέματα που αφορούν το διαδίκτυο, τον κυβερνοχώρο, θέματα που αφορούν τις εξελίξεις στον τομέα της ενέργειας, θέματα που αφορούν την κλιματική αλλαγή, τις περιβαλλοντικές απειλές, θέματα φυσικά που συνδέονται με το οργανωμένο έγκλημα, με την τρομοκρατία, θέματα που συνδέονται με τις μεταναστευτικές ροές.

Όλα αυτά δυστυχώς τείνουν να οξυνθούν και μάλιστα υπέρμετρα λόγω των πρόσφατων ή των κυοφορούμενων εξελίξεων σε περιοχές μεγάλου ενδιαφέροντος για την Ελλάδα, όπως είναι η περιοχή της Μεσογείου, αλλά δυστυχώς για μια ακόμη φορά -και ελπίζω αυτό να αποτραπεί- και η περιοχή της Νοτιοανατολικής Ευρώπης.

Στο πλαίσιο αυτό, η Ευρωπαϊκή Ένωση αγωνίζεται, όπως όλοι ξέρουμε, να υπερβεί την έκδηλη αμηχανία της στη διαχείριση της δημοσιονομικής κρίσης της ευρωζώνης και πολλών κρατών-μελών. Βρίσκεται αντιμέτωπη ουσιαστικά με τα διλήμματα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Είμαι βέβαιος ότι, παρά τις υστερήσεις και παρά τις αντιφάσεις, η Ευρωπαϊκή Ένωση, όπως έχει δείξει η ιστορία μέχρι τώρα από τη δεκαετία του ’50 μέχρι σήμερα, θα κάνει τελικά τα μεγάλα και καθοριστικά βήματα που απαιτούνται. Μόνο που αυτά αργούν να αφομοιωθούν και να αποδώσουν πρακτικά και πολιτικά αποτελέσματα.

Γι’ αυτό και θεωρώ πολύ σημαντικό, ιδιαίτερα την περίοδο αυτή, που στην πραγματικότητα τίθεται υπό επανεξέταση η ίδια η φιλοσοφία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και των θεσμικών ισορροπιών που αυτή πρέπει να περιλαμβάνει, να γίνονται κινήσεις και στον τομέα της Κοινής Πολιτικής Ασφάλειας και Άμυνας. Παρ’ ό,τι είναι πεντακάθαρο στους κόλπους της Ευρωπαϊκής Ένωσης -και νομίζω πως το είχα επαναλάβει και πέρυσι αυτό- πως το πρόβλημα της ασφάλειας της Ευρώπης ως ηπείρου ήδη από τα μέσα του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου ήταν και εξακολουθεί να τίθεται ως ένα πρόβλημα όχι αμιγώς ευρωπαϊκό, αλλά ως ένα πρόβλημα ευρωατλαντικό. Αυτή ήταν η πραγματικότητα όλων των μεγάλων φάσεων και του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου και του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και του Ψυχρού Πολέμου και της εποχής που ανέτειλε μετά την πτώση του υπαρκτού σοσιαλισμού και τη διάλυση της τέως Σοβιετικής Ένωσης και της τέως Γιουγκοσλαβίας.

Και προφανώς έχουμε όλοι μας πλήρη συνείδηση του γεγονότος αυτού, γι’ αυτό και θεωρούμε ότι είναι απολύτως αναγκαίο να υπάρχει μια συγκροτημένη ευρωπαϊκή φωνή, η οποία μπορεί να αποτελέσει και τον ισχυρό πυλώνα αυτής της ευρωατλαντικής, ούτως ή άλλως, μεγάλης συμφωνίας που ιδιαίτερα την περίοδο αυτή είναι απολύτως αναγκαίο να έχει συνείδηση της ταυτότητάς της και της ισχύος της για να λειτουργεί υπέρ των σκοπών του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών. Ο οποίος πρέπει με τη σειρά του να ξαναβρεί την ταυτότητά του, να ξαναβρεί το λόγο ύπαρξής του, να ξαναβρεί την ικανότητά του να λαμβάνει εγκαίρως αποφάσεις, που έχουν το εύρος και τη γενναιότητα που απαιτείται για να ξεπεράσει ο σημερινός κόσμος αυτό το διάχυτο και δυστυχώς αυτοτροφοδοτούμενο κλίμα ρευστότητας και ανασφάλειας που εμφανίζεται σε όλες τις περιοχές. Αλλά εμείς εστιάζουμε εδώ την προσοχή μας στις περιοχές του ιδιαίτερου δικού μας ενδιαφέροντος.

Υπό συνθήκες, λοιπόν, ρευστότητας, ανασφάλειας, δημοσιονομικής κρίσης, στρατηγικής αβεβαιότητας και παράλληλα προς τη συμμετοχή μας στην εφαρμογή της Νέας Δομής Διοίκησης του ΝΑΤΟ, του νέου επιχειρησιακού σχεδιασμού, η Ελλάδα εφαρμόζει και μια δική της πολύ σημαντική αμυντική αναθεώρηση. Το Κυβερνητικό Συμβούλιο Εξωτερικών και Άμυνας θα διατυπώσει τις επόμενες εβδομάδες το Νέο Στρατηγικό Δόγμα της χώρας, θα επισημοποιήσει το βασικό κείμενο αναφοράς, που είναι το κείμενο της Πολιτικής Εθνικής Ασφάλειας, εθνικής άμυνας και ασφάλειας με την εξωτερική έννοια του όρου.

Άρα, στην πραγματικότητα κινείται η διαδικασία της εθνικής αμυντικής σχεδίασης, εφαρμόζουμε ήδη εδώ και μερικούς μήνες πλήρως τη νέα Κάθετη Δομή Διοίκησης στις Ένοπλες Δυνάμεις και εφαρμόζουμε και στους τρεις κλάδους όσο μπορούμε πιο ριζοσπαστικά μέτρα σχετικά με τη Δομή Δυνάμεων σε προσωπικό και μέσα. Γιατί πέραν του ό,τι θέλουμε ένα στρατό πιο έξυπνο, πιο ευέλικτο, πιο συνεκτικό, έναν στρατό που έχει την ικανότητα να αναπτύσσεται σεβόμενος τη σχέση κόστους–οφέλους, θέλουμε φυσικά να καταρτίσουμε και ένα πρόγραμμα εξοπλισμών που -χωρίς να θίγει σε τίποτα την αμυντική θωράκιση της χώρας και την επιχειρησιακή ικανότητα των Ενόπλων Δυνάμεων- θα είναι εναρμονισμένο με τις δημοσιονομικές μας δυνατότητες. Θα λειτουργεί αναπτυξιακά, θα συνδέεται συνεπώς με την αμυντική βιομηχανία μας και με τον τομέα της έρευνας και της τεχνολογίας και κυρίως θα στέλνει στην κοινή γνώμη το μήνυμα πως η αχλή μυστηρίου που είχε κυριαρχήσει επί πολλές δεκαετίες στον τομέα αυτό έχει οριστικά διαλυθεί.

Προς το σκοπό αυτό, θέλουμε να διαμορφώνονται ευρύτατες συναινέσεις και η Βουλή να παίζει κεντρικό ρόλο, γιατί -είτε το θέλουμε είτε όχι- σε πάρα πολύ μεγάλο βαθμό οι μεγάλες στρατηγικές επιλογές είναι επιλογές με οικονομικές επιπτώσεις. Είναι επιλογές που συνδέονται με τη λειτουργία μιας πολύ μεγάλης, φιλόδοξης και απαιτητικής αγοράς που συνδέεται με επιχειρήσεις, με θέσεις εργασίας, συνδέεται με τους σκοπούς της εθνικής οικονομίας πολλών κρατών. Και η Ελλάδα, βεβαίως, έχει συνείδηση πως επί πολλές δεκαετίες έχει λειτουργήσει απλά και μόνο ως παθητικός αποδέκτης, ως παθητικός αγοραστής οπλικών συστημάτων, χωρίς δυστυχώς μέχρι σήμερα να έχει μπορέσει να τα εντάξει όλα αυτά σε μια εθνική βιομηχανική και αναπτυξιακή στρατηγική, η οποία εν τέλει να λειτουργεί και ως πολλαπλασιαστής ισχύος με την καθαρή στρατιωτική έννοια του όρου. Γιατί αναμφίβολα η οικονομική ισχύς και η δημοσιονομική σταθερότητα συνιστούν παράγοντες αμυντικής θωράκισης της χώρας.

Θα ήμασταν ευτυχέστεροι εάν είχαμε την αίσθηση πως μετέχουμε σε μια διαδικασία ευρωπαϊκή μέσα στους κόλπους της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Κοινής Πολιτικής Ασφάλειας και Άμυνας που προλαβαίνει τις καταστάσεις, διατυπώνει θέσεις, μπορεί να συμβάλει στη διαχείριση κρίσεων. Αλλά δυστυχώς -και το λέω ειλικρινά αυτό- μέχρι τώρα δεν έχει συμβεί, ή πάντως δεν έχει συμβεί στο βαθμό που θέλουμε. Παρ’ ό,τι εμείς θα ήμασταν έτοιμοι να συμβάλουμε χωρίς να θίγουμε σε τίποτε τις εθνικές μας στρατηγικές και προτεραιότητες, αλλά με την πεποίθηση ότι μια χειραφετημένη και αυτόνομη ευρωπαϊκή παρουσία πάντα μέσα στο πλαίσιο της ευρωατλαντικής συνεργασίας και πάντα μέσα στους κόλπους του ΝΑΤΟ, θα ήταν μια εξαιρετικά ευεργετική εξέλιξη για την ευρωπαϊκή ήπειρο και ιδιαίτερα για την περιοχή μας, για τη νότιο Ευρώπη και για τη Μεσόγειο.

Παρ’ όλα αυτά, πρέπει να είμαστε -όπως έχω πει κατ’ επανάληψη- στρατηγικά ψύχραιμοι, και αυτό κάνουμε. Δεν ασχολούμαστε με την πολιτική των γεγονότων αλλά με την πολιτική των καταστάσεων. Αυτό πολύ δύσκολα το εξηγεί κανείς στην κοινή γνώμη, η οποία είναι εθισμένη στο γεγονός, στην είδηση, στο συγκυριακό, στο άμεσο, ενώ χρειάζεται να αποστασιοποιείται κανείς από τη ροή των γεγονότων, προκειμένου να διατηρεί την εικόνα των καταστάσεων. Έτσι, νομίζω ότι μπορεί να κατανοεί καλύτερα τους συσχετισμούς, τις στάσεις και τις απειλές, οι οποίες διαφαίνονται πίσω από τα γεγονότα. Από την άλλη μεριά, η ενασχόληση με τις καταστάσεις και με τη μεγάλη εικόνα δεν πρέπει να σου ακυρώνει τα αντανακλαστικά. Δεν πρέπει να σε κάνει να λησμονείς ορισμένα βασικά δεδομένα. Για παράδειγμα, εμείς δεν πρόκειται ποτέ να λησμονήσουμε την ύπαρξη μιας στρατιωτικής κατοχής στην Κύπρο. Αλλά από την άλλη μεριά, αυτή η πολιτική των καταστάσεων, ιδίως ως διεθνής πολιτική, είναι συνώνυμη με τη στρατηγική θεώρηση. Θέλουμε να μην κινούμαστε με εξαρτημένα αντανακλαστικά, να είμαστε προμηθείς και όχι επιμηθείς.

Αυτό χρειάζεται και μια κοινή γνώμη και μια ακαδημαϊκή κοινότητα και μια ομάδα διαμορφωτών της κοινής γνώμης που να συμμερίζονται τις ίδιες ανησυχίες και να έχουν, λίγο πολύ, την ίδια οπτική γωνία. Από την άποψη αυτή, πιστεύω ότι τέτοιες συναντήσεις, τέτοια σεμινάρια συμβάλλουν στο να καλλιεργηθούν τα διανοητικά εργαλεία από τα οποία έχουμε ανάγκη, το στρατιωτικό προσωπικό, το πολιτικό και διπλωματικό προσωπικό, η ακαδημαϊκή κοινότητα, προκειμένου να μπορούμε να συνεννοούμεθα με γρήγορο και αποτελεσματικό τρόπο και να παρέχουμε προς τον πολίτη που διψά μια πραγματική ενημέρωση που είναι κάτι πολύ διαφορετικό από τη ροή των καθημερινών πληροφοριών.

Σας ευχαριστώ πολύ και συγχαίρω ακόμη μια φορά τους οργανωτές για την επιτυχή αυτή εκδήλωση».

Απαντήσεις Υπουργού σε ερωτήσεις που υποβλήθηκαν από το κοινό

«Ευχαριστώ για τις ερωτήσεις. Θα επιδιώξω να δώσω ορισμένες απαντήσεις σύντομες. Αρχίζω από τα θέματα που κινούνται περιφερειακά προς τον πυρήνα της αμυντικής πολιτικής.

Ρωτήθηκα για το εάν χρειάζεται συνταγματική αναθεώρηση για να εφαρμοστεί ένα -ας το πούμε- πιο φιλόδοξο και πιο αυστηρό Σύμφωνο Σταθερότητας στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Δεν ξέρω πως θα διαμορφωθούν οι αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου το Μάρτιο. Δεν ελήφθη κάποια απόφαση στη Σύνοδο Κορυφής του Φεβρουαρίου. Θα μεσολαβήσει μια Σύνοδος Κορυφής της ευρωζώνης -κάτι που δεν συνηθίζεται- και θα ακολουθήσει η Σύνοδος Κορυφής της Ευρωπαϊκής Ένωσης του Μαρτίου. Ελπίζω ότι θα υπάρξει μια οριστική και αποτελεσματική απόφαση, η οποία θα είναι αντιληπτή από τις αγορές. Εάν βεβαίως θέλουμε να έχουμε μια οικονομική διακυβέρνηση, η οποία να είναι απολύτως ενιαία, πρέπει να διαμορφώσουμε και μηχανισμούς που τείνουν στην ενοποίηση των οικονομιών των κρατών-μελών. Η σκέψη ότι μπορούμε να εφαρμόζουμε ομοιόμορφες οικονομικές πολιτικές, χωρίς να έχουμε μηχανισμούς διασφάλισης της ομοιομορφίας των επιπέδων ανάπτυξης είναι μια σκέψη η οποία δεν είναι επαρκής.

Παρ’ όλα αυτά, εδώ και πάρα πολλά χρόνια ισχύει το Σύμφωνο Σταθερότητας, που άρχισε ως καταγραφή των μέσων όρων των δημοσιονομικών επιδόσεων των κρατών-μελών, όπως ήταν η Ευρώπη στις αρχές της δεκαετίας του ’90, λίγο πριν την υπογραφή και στη συνέχεια την κύρωση της Συνθήκης του Μάαστριχτ. Στη συνέχεια, αυτοί οι μακροοικονομικοί και δημοσιονομικοί δείκτες απέκτησαν ένα λίγο πιο θεωρητικό και ίσως και “μυθικό” περιεχόμενο, όμως αναμφίβολα συμβολίζουν μια ολόκληρη αντίληψη διαφορετική σε πολύ μεγάλο βαθμό από την αντίληψη που επικρατεί στις ΗΠΑ και στην πολιτική της αμερικανικής κυβέρνησης και της Ομοσπονδιακής Κεντρικής Τράπεζας. Είναι όμως μια πραγματικότητα, την οποία οφείλουμε να αναγνωρίσουμε. Υπό την έννοια αυτή στο πρωτογενές Κοινοτικό Δίκαιο προβλέπονται τέτοιου είδους δείκτες και τέτοιου είδους νομικές υποχρεώσεις των κρατών μελών.

Άρα, ούτως ή άλλως, σύμφωνα με το άρθρο 28 του ελληνικού Συντάγματος, που αποτελεί, όπως έχουμε πει αναλυτικά και στην αναθεώρηση του 2001, το συνταγματικό θεμέλιο της πλήρους συμμετοχής της χώρας στην ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, ισχύει στη χώρα μας κανόνας δικαίου σχετικά αυξημένης τυπικής ισχύος που επιβάλλει όριο δημοσιονομικού ελλείμματος 3% και όριο δημοσίου χρέους 60%. Δεν θα αναφερθώ στο ελβετικό παράδειγμα του 2001. Οι Ελβετοί αναθεώρησαν ολικά το Σύνταγμά τους την ίδια περίοδο με εμάς, γιατί η Ελβετία έχει πολλές συνταγματικές ιδιομορφίες εκ παραδόσεως. Θα σας πω μόνο ότι στις ΗΠΑ από τον 19ο αιώνα έως σήμερα για περισσότερο από δέκα φορές κινήθηκε διαδικασία αναθεώρησης του αμερικανικού Συντάγματος προκειμένου να ενσωματωθούν ρήτρες μηδενικού ελλείμματος και απερρίφθησαν.
Άρα, το ερώτημα εάν χρειάζεται συνταγματική αναθεώρηση θα έλεγα ότι έχει απαντηθεί προ πολλού, γιατί στην Ευρώπη έχει διαμορφωθεί ένας ενιαίος συνταγματικός χώρος, μέσα από την αμοιβαία -χρησιμοποίησα έναν όρο “εκκλησιαστικό” που φοβούμαι ότι δεν μεταφράζεται στα αγγλικά- αλληλοπεριχώρηση, εν πάση περιπτώσει μέσα από τον αμοιβαίο σεβασμό και την αμοιβαία υποχώρηση μεταξύ των εθνικών Συνταγμάτων αφενός και του Ευρωπαϊκού Δικαίου, πρωτογενούς και παραγώγου αφετέρου. Έτσι διαμορφώνεται ένα κοινό πεδίο που γίνεται αποδεκτό και από τα Συνταγματικά Δικαστήρια των κρατών-μελών και από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και έτσι πορεύεται η Ευρωπαϊκή Ένωση προς την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση μέσα από δυσκολίες και αντιφάσεις.

Άρα, εάν αναθεωρηθεί η Συνθήκη και κινηθούν οι διαδικασίες κύρωσης της αναθεωρημένης Συνθήκης είτε τα Συντάγματα θα έχουν αποδεχθεί τον κανόνα που θα περιλαμβάνει η Συνθήκη, είτε προκειμένου να κυρωθεί η Συνθήκη θα πρέπει να αναθεωρηθούν τα Συντάγματα. Αυτό έχει γίνει κατ’ επανάληψη μέχρι τώρα. Υπό την έννοια αυτή, δεν υπάρχει κανένα καινούριο ή πρωτότυπο ερώτημα στην υπόθεση αυτή. Απλώς, θέλω να διευκρινίσω ότι η Γερμανία είχε να αντιμετωπίσει το πρόβλημα του κόστους της δικής της ενοποίησης και έπρεπε να οργανώσει ένα μηχανισμό εσωτερικό για να διασφαλίσει την ισορροπία μεταξύ των ομόσπονδων κρατών που προερχόντουσαν από την τέως Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας και των άλλων που προερχόντουσαν από την αρχική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας. Όμως, ο κοινοτικός προϋπολογισμός είναι της τάξεως του 1% και δεν έχει καμία σχέση ούτε με τον ομοσπονδιακό προϋπολογισμό της Γερμανίας, ούτε με τον ομοσπονδιακό προϋπολογισμό των ΗΠΑ.

Δηλαδή, θέλω να πω ότι είναι λίγο άδικο και άνισο να συζητούμε μόνο για το ένα σκέλος του προβλήματος και να μη συζητούμε και για το ύψος των ιδίων πόρων και για το μέγεθος του κοινοτικού προϋπολογισμού. Γι’ αυτό είπα ότι είναι πολλά αυτά που πρέπει να συζητηθούν μεσούσης της κρίσης της δημοσιονομικής, ώσπου να δοθεί μια αποστομωτική απάντηση στις αγορές, ολοκληρωμένη, σοβαρή συζήτηση πολιτική και θεσμική δύσκολα θα κάνουμε. Πρέπει λοιπόν πρώτα να απαντηθεί η κρίση, να τιθασευτεί η κρίση και μετά να γίνει μια πιο ψύχραιμη στρατηγική για να πάω στο άλλο θέμα συζήτηση.

Με ρώτησε ο κ. Καραγιάννης για την «διπλωματία της καινοτομίας». Πριν από τη διπλωματία της καινοτομίας υπάρχει μια οικονομία της καινοτομίας. Πρέπει να σας πως ότι εδώ στη Θεσσαλονίκη έχουν γίνει μεγάλες προσπάθειες να κυριαρχήσει στην περιφερειακή ανάπτυξη της περιοχής το στοιχείο της καινοτομίας. Δεν το έχουμε καταφέρει. Είμαστε πολύ πίσω με βάση τους ενιαίους ευρωπαϊκούς δείκτες καινοτομίας. Το ενδιαφέρον είναι ότι δεν είμαστε ούτε καν δεύτεροι μετά την Αττική, γιατί κατά έναν περίεργο τρόπο παρεμβάλλεται η Ήπειρος, λόγω του ειδικού βάρους του Πανεπιστημίου στην ανάπτυξη της περιφέρειας της Ηπείρου. Και επίσης το εντυπωσιακό στην Ελλάδα είναι ότι καλύτερους δείκτες εμφανίζει ο δημόσιος τομέας από τον ιδιωτικό τομέα.

Η συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα στην αναζήτηση της καινοτομίας είναι δυστυχώς πολύ μικρότερη από τη συμμετοχή του δημόσιου τομέα. Επίσης έχουμε πλήρη συνείδηση ότι καινοτομία δεν υπάρχει μόνο στην υψηλή τεχνολογία. Καινοτομία υπάρχει και στις χαμηλές τεχνολογίες. Έχω ένα αγαπημένο παράδειγμα για την καινοτομία που είναι οι καστανάδες της Ρώμης. Καστανάδες πλανόδιοι, πωλητές καστάνων. Στη Ρώμη ο καστανάς σου δίνει μια σακούλα με τα κάστανα και έχει κολλημένη μια άλλη σακούλα για να βάλεις τα τσόφλια και έτσι δεν λερώνεις το δημόσιο χώρο. Αυτό είναι καινοτομία χαμηλής τεχνολογίας. Είναι προσφορά υπηρεσιών υψηλότερης ποιότητας. Είναι μια τουριστική υπηρεσία πολύ υψηλής ποιότητας, είναι μια καινοτομία. Αυτό είναι το χαρακτηριστικό παράδειγμα για το τι μπορεί να γίνει.

Τι κάνει ο στρατός; Κατ’ αρχάς πρέπει να σας πω ότι και στην ευρωπαϊκή οδηγία του 2009/81 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου που τώρα μεταφέρουμε στην ελληνική έννομη τάξη προβλέπονται ειδικά μέτρα ενθάρρυνσης της έρευνας και της ανάπτυξης και θα τα αξιοποιήσουμε όσο μπορούμε πλήρως σε συνεργασία με τα πανεπιστήμια και τα ερευνητικά κέντρα. Έχουμε ερευνητικά κέντρα στις Ένοπλες Δυνάμεις, που θέλουμε να λειτουργήσουν πιο καλά εστιασμένα. Υπάρχουν μεγάλοι τομείς όπως είναι η κυβερνοάμυνα και οι τηλεπικοινωνίες όπου προσπαθούμε να παρακολουθούμε τις εξελίξεις και να είμαστε μέσα στο διεθνές ρεύμα.

Βεβαίως, ένας πολύ σημαντικός τομέας είναι τώρα η λεγόμενη “πράσινη ανάπτυξη”. Έχουμε υπογράψει ένα πολύ φιλόδοξο πρωτόκολλο συνεργασίας με το Υπουργείο Περιβάλλοντος και προσπαθούμε να κάνουμε καινοτόμες δράσεις στον τομέα αυτό. Δε θέλω να μπω σε λεπτομέρειες γιατί πολλές είναι και μη ανακοινώσιμες. Γιατί εάν υπάρχει κάποια καινοτομία αμυντικού χαρακτήρα δεν μπορεί να την ανακοινώσουμε έτσι με τόση ευκολία δημόσια.

Έρχομαι τώρα στον σκληρό πυρήνα των ερωτήσεων. Κατ’ αρχάς οι εξελίξεις στην Αίγυπτο δείχνουν τη δυσκολία που έχουν και οι ΗΠΑ και η Ευρωπαϊκή Ένωση να αντιμετωπίσουν τα φαινόμενα αυτά. Η Αίγυπτος δεν είναι Τυνησία. Η Αίγυπτος είναι μια χώρα που συνδέεται με τα πάντα. Αλλάζουν οι συσχετισμοί στη Μέση Ανατολή. Τα θέματα που αφορούν την παγκόσμια αγορά ενέργειας φαντάζομαι ότι τα παρακολουθεί με αγωνία όλη η διεθνής κοινότητα και εμείς, που έχουμε μια παραδοσιακή κοινότητα στην Αίγυπτο και πολύ σημαντικά μνημεία και λόγω του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας και λόγω της Ιεράς Μονής του Σινά, έχουμε και ιστορικούς και συναισθηματικούς δεσμούς και λόγους να θέλουμε σταθερότητα, δημοκρατική εξέλιξη και ευημερία για το λαό της Αιγύπτου χωρίς να εμφανιστούν και να κυριαρχήσουν φαινόμενα τα οποία δεν θα έδειχναν σεβασμό στις αρχές της δημοκρατίας και του κράτους δικαίου. Για να μιλήσω όσο γίνεται πιο προσεκτικά και διπλωματικά. Είμαστε έτοιμοι να προσφέρουμε τις καλές μας υπηρεσίες. Θα συμβάλουμε ώστε οι δράσεις και οι πρωτοβουλίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης να είναι ευανάγνωστες, αντιληπτές και πρακτικές και θέλουμε να ελπίζουμε ότι όλες οι πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις της Αιγύπτου θα κάνουν ό,τι περνάει από το χέρι τους ώστε οι εξελίξεις να είναι ειρηνικές, ελεγχόμενες. Να ολοκληρωθούν γρήγορα και να διαμορφώσουν ένα πλαίσιο σταθερότητας για την περιοχή. Γιατί η θέση της Αιγύπτου είναι καταλυτική για το αίσθημα ασφάλειας ή ανασφάλειας που έχει το Ισραήλ, είναι καταλυτικό για τις εξελίξεις στο μεσανατολικό και για την εξέλιξη των συνομιλιών. Είναι καταλυτική για την κατάσταση στη Γάζα. Δεν θα θέλαμε και εμείς να δούμε να εκτινάσσεται η τιμή του πετρελαίου και -παρά το όφελος που θα μπορούσε πρόσκαιρα να έχει η ελληνική εμπορική ναυτιλία από μια κρίση στο Σουέζ- δεν θα θέλαμε να θιγεί καθόλου το παγκόσμιο ή το διεθνές εμπόριο. Ας αρκεστώ σ’ αυτά σε σχέση με την Αίγυπτο.

Σε σχέση τώρα με την εσωτερική αμυντική βιομηχανία για την οποία με ρώτησε ο παλιός μου μαθητής και συνάδελφος κ. Καϊρίδης, θέλω να πω ότι πράγματι υπήρξε μια περίοδος σχεδόν γραφική. Μια περίοδος μικρομεγαλισμού στο χώρο της αμυντικής βιομηχανίας. Εγώ όταν αναφέρομαι στην ανάγκη να υπάρχει μια αυτόνομη εθνική αμυντική βιομηχανική βάση, δεν εννοώ τέτοια πράγματα. Εννοώ όμως οργανωμένες βιομηχανικές συμπαραγωγές που δίνουν απάντηση στο φαύλο θεσμό των Αντισταθμιστικών Ωφελημάτων και στις ασαφείς -όπως έχει αποδειχθεί- και προβληματικές έννοιες της εγχώριας βιομηχανικής συμμετοχής και της ελληνικής προστιθέμενης αξίας. Γιατί εμείς θέλουμε να εργαστούμε και με βάση τις νέες έννοιες που αποδέχεται και η Ευρωπαϊκή Ένωση, που είναι οι έννοιες της ασφάλειας του εφοδιασμού και της ασφάλειας πληροφοριών, οι οποίες είναι επαρκείς για να μπορέσουμε να συγκροτήσουμε μια εθνική αμυντική βιομηχανική βάση, ως ελληνική συμβολή στην ευρωπαϊκή βιομηχανική αμυντική βάση.

Τώρα το αποτέλεσμα όλων αυτών δεν μπορώ να το αποτυπώσω δημοσιονομικά γιατί είναι πάρα πολύ δύσκολο να γίνει αυτή η μέτρηση. Γιατί έχουν αλλάξει οι οντότητες οι εταιρικές, οι επιχειρηματικές. Απλώς τώρα έχουμε στην πραγματικότητα τρεις αμυντικές βιομηχανίες στις οποίες πλειοψηφεί ως μέτοχος το ελληνικό Δημόσιο: τα Ελληνικά Αμυντικά Συστήματα, την Ελληνική Αεροπορική Βιομηχανία και την Ελληνική Βιομηχανία Οχημάτων, την ΕΛΒΟ.

Η ΕΛΒΟ είναι μια υγιής επιχείρηση με πολύ μικρό χρέος, ορθολογικά κατανεμημένο προσωπικό. Έχει μεγάλες προοπτικές και θεωρούμε ότι μπορεί να αποκτήσει στρατηγικό εταίρο από τον ιδιωτικό τομέα. Υπάρχει μεγάλο διεθνές ενδιαφέρον και ελπίζω ότι στους επόμενους μήνες θα έχουμε μια πολύ θετική εξέλιξη γι’ αυτή την βιομηχανία, η οποία είναι και ένα στοίχημα για την περιοχή εδώ της Θεσσαλονίκης, της Βορείου Ελλάδος.

Η Ελληνική Αεροπορική Βιομηχανία είναι περιζήτητη. Είναι περιζήτητη από τις αεροπορικές βιομηχανίες όλων των χωρών. Αποδέχεται παραγγελίες από πάρα πολλές χώρες. Έχει υψηλή τεχνογνωσία, είναι εκ των ουκ άνευ εταίρος όλων των κλάδων των Ενόπλων Δυνάμεων για την εργοστασιακή συντήρηση των πτητικών μέσων. Δεν θέλουμε να πάρουμε καμία απόφαση σε σχέση με την Ελληνική Αεροπορική Βιομηχανία, η οποία θα προδικάσει τις αποφάσεις της Ελλάδος σε σχέση με τη νέα γενιά μαχητικού αεροσκάφους.

Και τα Ελληνικά Αμυντικά Συστήματα είναι μια προβληματική, βαθιά προβληματική επιχείρηση. Εφαρμόζουμε στα Ελληνικά Αμυντικά Συστήματα το σχέδιο που εφαρμόζουμε και στον ΟΣΕ. Γίνονται εκτεταμένες μετατάξεις. Έχει διοριστεί ο σύμβουλος ιδιωτικοποίησης. Υπάρχει ενδιαφέρον από το εξωτερικό για στρατηγικό συνεταιρισμό με τα Ελληνικά Αμυντικά Συστήματα και θα διαχωρίσουμε τη διαδικασία ανάπτυξης ακινήτων, γιατί έχει τεράστια ακίνητη περιουσία η επιχείρηση αυτή, η οποία δεν συνδέεται άμεσα με το παραγωγικό της έργο. Άρα, υπάρχουν αυτή τη στιγμή σημαντικές κινήσεις στο χώρο της αμυντικής βιομηχανίας οι οποίες θα εξελιχθούν το επόμενο εξάμηνο. Δεν μπαίνω στην ιστορία των ναυπηγείων γιατί εκεί πρόκειται για αμιγώς ιδιωτικές επιχειρήσεις που έχουν ως βασικό πελάτη το κράτος που είναι μια άλλη ιστορία.

Τώρα σε σχέση με τα ερωτήματα που τέθηκαν για το Μνημόνιο και την αμυντική πολιτική. Το Μνημόνιο δεν επηρεάζει σε τίποτα την αμυντική πολιτική της χώρας. Τι είναι το Μνημόνιο κατ’ αρχάς για να συνεννοηθούμε. Το Μνημόνιο είναι ένα πολιτικό κείμενο το οποίο επικαιροποιείται και το οποίο αποτυπώνει την πολιτική συμφωνία μεταξύ της Ελλάδας και των δανειστών της και ως εκ τούτου το Μνημόνιο νομικά μεταφράζεται σε μια σειρά από πράξεις, είτε της ελληνικής έννομης τάξης, είτε της κοινοτικής έννομης τάξης συμπεριλαμβανομένης και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, είτε του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου. Άρα, αυτά που λέει το Μνημόνιο μετατρέπονται σε νόμους, σε διατάγματα, σε αποφάσεις, ελέγχονται από τη Βουλή, από τα Δικαστήρια, από το Συμβούλιο Επικρατείας. Αποφασίζει το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, αποφασίζει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, κατά τους κανόνες κάθε οργανισμού, αποφασίζει η Ευρωπαϊκή Ένωση, αποφασίζουν άλλες χώρες, γιατί υπάρχει και ένα διμερές σκέλος στο Μνημόνιο, γιατί εμείς έχουμε δανειστεί μέσα από ένα σύστημα διμερών δανεισμών που συντονίζει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, σε αντίθεση με την Ιρλανδία που αρκετούς μήνες αργότερα αξιοποίησε το μηχανισμό του σταθεροποιητικού μηχανισμού της ευρωζώνης, του IFS.

Το Μνημόνιο λέει για την άμυνα αυτά που λέμε και εμείς, φυσικά γιατί καταγράφει αυτά που λέμε εμείς: Ότι πρέπει να εκλογικεύσουμε τις αμυντικές δαπάνες, ότι πρέπει να κάνουμε έναν καλύτερο και διαφανέστερο μακροπρόθεσμο σχεδιασμό, ότι πρέπει να εφαρμόσουμε τις καλές πρακτικές του ΝΑΤΟ και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ότι πρέπει να περιορίζουμε τις λειτουργικές δαπάνες, πράγματα τα οποία είναι απολύτως αυτονόητα.

Σε σχέση με το Ισραήλ και το Παλαιστινιακό. Το Ισραήλ θέλει να έχει μια αυτόνομη εταιρική στρατηγική σχέση με την Ελλάδα, επειδή γνωρίζει τις παραδοσιακές σχέσεις που έχουμε με τον αραβικό κόσμο. Επειδή θέλει έναν εταίρο που να είναι αξιόπιστος συνομιλητής και των Παλαιστινίων και του αραβικού κόσμου γενικότερα. Δεν έχει αλλάξει σε τίποτα η στάση μας σε σχέση με το παλαιστινιακό. Άλλωστε εμείς μοιραζόμαστε την κοινή θέση της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε σχέση με το παλαιστινιακό και θέλουμε η σχέση μας με το Ισραήλ να μην είναι αποτέλεσμα μιας αρνητικής εξέλιξης στις σχέσεις Τουρκίας–Ισραήλ. Θέλουμε να είναι μια αυτόνομη στρατηγική σχέση, η οποία εξυπηρετεί τα συμφέροντα των δύο χωρών και τα συμφέροντα της ευρύτερης περιοχής της Ανατολικής Μεσογείου.

Και έτσι αντιλαμβανόμαστε την συνεργασία μας και στον τομέα της στρατιωτικής εκπαίδευσης και στον τομέα της αμυντικής βιομηχανίας. Το Ισραήλ επίσης σέβεται απολύτως το γεγονός ότι η Ελλάδα είναι μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μέλος του ΝΑΤΟ, και αντιλαμβάνεται βεβαίως πάρα πολύ καλά ότι για εμάς προτεραιότητα είναι η βελτίωση των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Και σας μίλησα προηγουμένως για το πλαίσιο μέσα στο οποίο κινούνται οι ελληνοτουρκικές σχέσεις γιατί προφανώς εμείς δεν θέλουμε να επηρεαστούν σε τίποτα αρνητικά οι ελληνοτουρκικές σχέσεις, αλλά θέλουμε να υπάρχει μια εσωτερική ισορροπία και μια προοπτική, η οποία να είναι άξια του ονόματός της. Αλλά πρέπει να συζητάμε για όλα τα θέματα στο πλαίσιο του Διεθνούς Δικαίου με καλοπιστία, προκειμένου να οικοδομήσουμε σχέσεις καλής γειτονίας. Γιατί φυσικά με την Τουρκία έχουμε την ιστορική και γεωγραφική υποχρέωση να συμβιώσουμε και θέλουμε να συμβιώσουμε με τον καλύτερο και επωφελέστερο για τις δύο χώρες τρόπο.

Και τέλος, το ζήτημα των σχέσεων ΝΑΤΟ–Ρωσίας και η πιθανότητα διεύρυνσης του ΝΑΤΟ. Ξεκινάω από το δεύτερο. Η Ελλάδα έχει διακηρύξει μια στρατηγική που ονομάζεται “Ατζέντα 2014’. Στην πραγματικότητα, αυτή η στρατηγική δεν είναι τίποτα άλλο από την επιθυμία μας να δούμε την πλήρη ενσωμάτωση στους ευρωατλαντικούς θεσμούς όλων των χωρών της περιοχής. Αυτό φυσικά έχει γίνει ώς ένα βαθμό για την Αλβανία και την Κροατία, έχει γίνει πλήρως για τη Βουλγαρία και τη Ρουμανία. Πριν από μερικά χρόνια το ίδιο λέγαμε και για τη Βουλγαρία και τη Ρουμανία που τώρα είναι πλήρη μέλη και του ΝΑΤΟ και της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Θέλουμε να γίνει φυσικά και για τη Σερβία και για το Μαυροβούνιο. Θεωρούμε ότι και διάφοροι παράπλευροι μηχανισμοί, όπως η Συνεργασία των Υπουργών Άμυνας των χωρών της Νοτιοανατολικής Ευρώπης, μπορεί να παίξουν ρόλο από την άποψη αυτή. Αλλά εμείς, όπως ξέρετε, θέλουμε και η πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας να ενταχθεί στο ΝΑΤΟ και στην Ευρωπαϊκή Ένωση και θα μπορούσαμε να είμαστε ο πιο ένθερμος κήρυκας και ο πιο ισχυρός μοχλός πίεσης, εάν γινόταν αντιληπτό ότι πρέπει να λυθεί το ζήτημα του ονόματος με ένα τρόπο αμοιβαία αποδεκτό και να κάνει και η ΠΓΔΜ το βήμα που απαιτείται, προκειμένου να συναντήσει το βήμα που έχει κάνει η Ελλάδα στο ζήτημα αυτό.

Τώρα οι προοπτικές των σχέσεων ΝΑΤΟ–Ρωσίας δεν σταματούν φυσικά στην αντιπυραυλική άμυνα. Οι τοποθετήσεις που έκαναν οι πρωθυπουργοί και αρχηγοί κρατών στη Λισσαβόνα, και ιδίως ο πρόεδρος Μεντβιέντεφ και ο πρόεδρος Ομπάμα, ξεπερνούν κατά πολύ το ζήτημα αυτό. Αλλά αυτό είναι ένα πρώτο πάρα πολύ σημαντικό βήμα το οποίο συνδύασα και με την κύρωση της Συνθήκης Start-2. Το Συμβούλιο ΝΑΤΟ–Ρωσίας είναι για όλους μας πάρα πολύ σημαντικό forum. Η συμβολή της Ρωσίας στο Αφγανιστάν μπορεί να είναι πάρα πολύ σημαντική για το ΝΑΤΟ και τις ΗΠΑ και για εμάς είναι πάρα πολύ σημαντικό να υπάρχει μια τέτοια καλή σχέση, γιατί αυτό λειτουργεί ευεργετικά για την ευρύτερη περιοχή, για την νοτιοανατολική Ευρώπη, για την Ανατολική Μεσόγειο, για την Κύπρο. Ως εκ τούτου είμαι πραγματικά αισιόδοξος, γιατί έχει γίνει και από τη μία και από την άλλη πλευρά αντιληπτό ότι -όπως είπα προηγουμένως- το πρόβλημα της ασφάλειας της Ευρώπης είναι πρόβλημα ευρωατλαντικό. Το πρόβλημα της ασφάλειας της Ευρώπης είναι ευρω-ρωσο-ατλαντικό βεβαίως και αυτό το έχουν πλήρως αποδεχτεί όλοι.

Και με τις σκέψεις αυτές νομίζω ότι έχω απαντήσει σε όλες τις ερωτήσεις. Σας ευχαριστώ για μια ακόμη φορά για την προσοχή σας και συγχαίρω τους οργανωτές»

ΠΗΓΗ
Ομιλία YΕΘΑ κ. Ευ. Βενιζέλου στο συνέδριο της Strategy International με θέμα «Παγκόσμιες Προκλήσεις: Το ΝΑΤΟ, ο ΟΗΕ και η ΕΕ στο Νέο Στρατηγικό Πλαίσιο Ασφάλειας»

Κάντε ένα σχόλιο