Οι Κύπριοι Σπουδαστές των Στρατιωτικών Σχολών και γενικά οι αλλοδαποί σπουδαστές δεν ανήκουν στις Ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις, δεν θεωρούνται Έλληνες στρατιωτικοί και δεν υπάγονται στον στρατιωτικό ποινικό κώδικα των Ελλήνων Στρατιωτικών. Έτσι όλοι αυτοί δικάζονται στην Ελλάδα από τα κοινά ποινικά δικαστήρια και όχι από τα στρατοδικεία της Ελλάδας ενώ δεν παίρνουν την Ελληνική Ιθαγένεια (ούτε οι Κύπριοι!). Επειδή απαιτείται ενημέρωση σχετικά με την υπόσταση των αλλοδαπών σπουδαστών στις στρατιωτικές σχολές το EKEO παραθέτει μια σύντομη ανάλυση: Σύμφωνα με τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 96 παρ. 4 εδ. α’ Συντάγματος, 5 παρ. 1 περ. α’, β’, 167 παρ. 1 και 193 παρ. 1 Στρατιωτικού Ποινικού Κώδικα (που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του Ν.2287/1995), στη δικαιοδοσία των στρατιωτικών ποινικών δικαστηρίων υπάγονται οι στρατιωτικοί που ανήκουν στις ελληνικές ένοπλες δυνάμεις (στον ελληνικό στρατό της ξηράς, της θάλασσας και του αέρα), καθώς και στο λιμενικό σώμα. Η ιδιότητα του στρατιωτικού των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων αποκτάται με την κατάταξη σε αυτές λόγω ορισμένης αιτίας, ήτοι είτε προς εκπλήρωση στρατεύσιμης, εφεδρικής ή πρόσθετης στρατιωτικής υποχρεώσεως (Ν.3421/2005 “Στρατολογία των Ελλήνων και άλλες διατάξεις”) είτε εθελοντικώς είτε προς Απόκτηση της ιδιότητας του μόνιμου στρατιωτικού δια της εισόδου σε στρατιωτικές παραγωγικές σχολές ή δι’ άλλου τρόπου (διαγωνισμού). Είναι σαφές από τη γραμματική, την ουσιαστική και την τελολογική προσέγγιση και ερμηνεία των προαναφερθεισών διατάξεων ότι ο όρος “στρατιωτικός” στον Στρατιωτικό Ποινικό Κώδικα προσδιορίζει τον Έλληνα, ήτοι τον έχοντα την ελληνική ιθαγένεια και όχι τον στερούμενο αυτής αλλοδαπό, ο οποίος ανήκει στις ελληνικές ένοπλες δυνάμεις υπό την έννοια ότι είναι ενταγμένος σε αυτές οργανικά και υπηρετεί την Ελληνική Δημοκρατία ως στρατιωτικός υπάλληλός της. Και ναι μεν κατά το άρθρο 4 παρ. 1 του Κώδικα Ελληνικής Ιθαγένειας (Ν.3284/2004) ομογενείς αλλοδαποί, εισαγόμενοι στις στρατιωτικές σχολές αξιωματικών ή υπαξιωματικών των ενόπλων δυνάμεων ή κατατασσόμενοι στις ένοπλες δυνάμεις ως εθελοντές, σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία, αποκτούν αυτοδίκαια την ελληνική ιθαγένεια από την εισαγωγή τους στις σχολές ή από την κατάταξή τους, πλην όμως είναι προφανές και αναμφισβήτητο ότι η ρύθμιση αυτή αφορά σε ομογενείς αλλοδαπούς, οι οποίοι εντάσσονται οργανικά στις ελληνικές ένοπλες δυνάμεις για να υπηρετήσουν το ελληνικό κράτος ως Έλληνες στρατιωτικοί, όπως προαναφέρθηκε. Επίσης, σύμφωνα με το άρθρο 7 του Ν. 1911/1990 “Ρύθμιση στρατολογικών θεμάτων και άλλες διατάξεις” επιτρέπεται η εισαγωγή και φοίτηση στις παραγωγικές σχολές αξιωματικών και υπαξιωματικών, καθώς και στις σχολές πολέμου και επιμορφώσεως των Ενόπλων Δυνάμεων της χώρας, υπηκόων ξένων κρατών (παρ. Ι), ενώ οι χώρες, από τις οποίες προέρχονται οι αλλοδαποί, που θα φοιτήσουν στις σχολές των Ενόπλων Δυνάμεων και οι προϋποθέσεις, που απαιτούνται για την παροχή της εκπαίδευσης αυτών καθορίζονται με κοινές αποφάσεις των Υπουργών Εθνικής ‘Αμυνας και Εξωτερικών (παρ. 2), οι δε αλλοδαποί, που φοιτούν στις προαναφερόμενες σχολές, έχουν τα ίδια δικαιώματα και υποχρεώσεις, όπως και οι ‘Ελληνες σπουδαστές των σχολών αυτών (παρ. 3).
Οι αλλοδαποί μαθητές των ελληνικών στρατιωτικών σχολών εισάγονται και φοιτούν σε αυτές με βάση συγκεκριμένες διμερείς μεταξύ Ελλάδας και άλλου κράτους συμφωνίες, η ουσία των οποίων συνίσταται στη δωρεάν παροχή στρατιωτικής μορφωτικής βοήθειας, τούτο δε συμβαίνει στο πλαίσιο της ασκούμενης από τη χώρα μας εξωτερικής πολιτικής. Η εισαγωγή και φοίτησή τους δεν δημιουργεί υπηρεσιακή κατάσταση με προοπτική διάρκειας για τις ελληνικές ένοπλες δυνάμεις, αφού μετά από την αποφοίτηση τους στελεχώνουν τις ένοπλες δυνάμεις της χώρας τους, στις οποίες κατά κανόνα είναι ήδη ενταγμένοι ούτε δε οι ίδιοι αλλοδαποί και οι χώρες προέλευσής τους, αλλά ούτε και η Ελληνική Πολιτεία, θεωρούν την εισαγωγή στην ελληνική στρατιωτική παραγωγική σχολή ως κατάταξη στον Ελληνικό Στρατό, μιας και πρόκειται για έναν κύκλο σπουδών και μόνο. Τα ίδια δικαιώματα και υποχρεώσεις, που έχουν όπως οι Έλληνες σπουδαστές των σχολών κατά την προπαρατεθείσα διάταξη του άρθρου 7 παρ. 3 Ν. 1911/1990, είναι σαφές ότι αφορούν σε ότι έχει σχέση με την ιδιότητά τους ως σπουδαστών. Περαιτέρω, ενώ οι έλληνες μαθητές αυτών των σχολών ορκίζονται ως πρωτοετείς, με συνέπεια την απόκτηση της ιδιότητας του έλληνα στρατιωτικού (άρθρο 5 παρ. 3 Στρατιωτικού Ποινικού Κώδικα), για τους αλλοδαπούς μαθητές (πλην των Ελληνοκυπρίων, για τους οποίους βλ. πιο κάτω) προβλέπεται μόνο η δόση “υπόσχεσης” και όχι ορκωμοσία (Γενικό Επιτελείο Εθνικής Άμυνας/Δνση Διοικητικής Υποστήριξης/Πολυεθνική Διακλαδική Εκπαίδευση “Κανονισμός Εκπαιδεύσεως Αλλοδαπών”, Αθήνα 1996, Τμήμα 23 παρ. 5). Συνέπεια όλων των ανωτέρω είναι ότι δεν υφίσταται για τους αλλοδαπούς μαθητές υποχρέωση υπεράσπισης του Ελληνικού κράτους, σε περίπτωση δε εμπλοκής της Ελλάδας σε ένοπλη σύγκρουση με ξένη χώρα, αυτοί επιστρέφουν αμέσως στην πατρίδα τους. Η μοναδική υποχρέωση των αλλοδαπών μαθητών από την εισαγωγή τους στην παραγωγική Σχολή είναι εκείνη, η οποία απορρέει από την υπόσχεση που δίνουν, και αφορά στα αυτονόητα για μία στρατιωτική σχολή, ήτοι να συμμορφώνονται προς τους κανονισμούς για την τάξη και την πειθαρχία της Σχολής, να καταβάλουν τη μεγίστη προσπάθεια για να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις της εκπαίδευσης, επιπλέον δε να μη διαδώσουν οποιαδήποτε πληροφορία στρατιωτικής φύσης σε τρίτους. Και είναι βέβαια γεγονός ότι η φύση της υποχρέωσης συμμόρφωσης προς τους στρατιωτικούς κανονισμούς για την τάξη και πειθαρχία στη Στρατιωτική Σχολή αρμόζει μόνο σε στρατιωτικούς, πλην όμως αυτό και μόνο το δεδομένο δεν αρκεί να προσδώσει την ιδιότητα του Έλληνα στρατιωτικού σε αλλοδαπούς, οι οποίοι ουδόλως συνδέονται με την ουσία της στρατιωτικής ιδιότητας και της θεμελιακής υποχρεώσεως για κάθε Έλληνα, που είναι η υπεράσπιση του ελληνικού κράτους, σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ. 6 του Συντάγματος. Αν γινόταν δεκτό ότι η ιδιότητα του Έλληνα στρατιωτικού προσδίδεται μόνο από την υποχρέωση κάποιου να συμμορφώνεται προς τους στρατιωτικούς κανονισμούς για την τάξη και πειθαρχία, τότε θα υπήρχε το παράδοξο, οι αλλοδαποί μαθητές των Στρατωτικών Σχολών να θεωρούνται Έλληνες στρατιωτικοί, αλλά να μην υποχρεώνονται να υπερασπίσουν το ελληνικό κράτος (βλ. ΣυμβΣτρατΑθηνών 190/97, αδημοσ. στον νομικό τύπο). Τα ίδια ισχύουν και για τους Κυπρίους (:Ελληνοκυπρίους) μαθητές των ελληνικών στρατιωτικών σχολών, οι οποίοι, ως υπήκοοι της Κυπριακής Δημοκρατίας και στρατιωτικοί αυτής, καθ’ όσον προ της εισαγωγής τους στις σχολές διορίζονται “Οπλίτες του Στρατού” της Κύπρου (Κ.Δ.Π. 90/1990, 157/17-4-1991, 351/29.7.2005: Κανονισμοί εκδοθέντες δυνάμει του άρθρου 27 του Περί του Στρατού της Δημοκρατίας Νόμου – Νόμος 33/1990), φοιτούν σε αυτές κατόπιν διμερούς συμβάσεως μεταξύ Ελληνικής και Κυπριακής Δημοκρατίας, μετά δε την αποφοίτησή τους στελεχώνουν τις κυπριακές ένοπλες δυνάμεις, χωρίς στην περίπτωση τους να γίνεται εφαρμογή του προαναφερθέντος άρθρου 4 παρ. 1 Κώδικα Ελληνικής Ιθαγένειας, διότι αυτοί ποτέ δεν εντάσσονται στις ελληνικές ένοπλες δυνάμεις ως οργανικά μέλη τους. Είναι χαρακτηριστικές προς τούτο οι ρυθμίσεις της (εκδοθείσας κατ’ εξουσιοδότηση της προπαρατεθείσας διατάξεως του άρθρου 7 παρ. 2 Ν. 1911/1990) υπ’αρ. Φ.381/191365/Σ.1899/10-1-1997 Απόφασης Υπουργών Εθνικής Άμυνας και Εξωτερικών (“Στρατιωτική Μορφωτική Βοήθεια προς την Κύπρο”), σύμφωνα με τις οποίες “το Πρόγραμμα Στρατιωτικής Μορφωτικής Βοήθειας προς την Κύπρο αποτελεί Πρόγραμμα Εθνικής Πολιτικής, που άρχισε το 1979 και αποσκοπεί στην πρόσκληση εκπαίδευση και απόδοση στελεχών, ικανών να επανδρώσουν τις Ένοπλες Δυνάμεις της Κυπριακής Δημοκρατίας” (άρθρο 1 παρ. 1), “οι Ε/Κ (:εννοεί Ελληνοκύπριοι) απόφοιτοι των ΑΣΕΙ και ΣΣΥ θα παρακολουθούν υποχρεωτικά τα προβλεπόμενα και για τους ημεδαπούς, αμέσως μετά την αποφοίτηση, Σχολεία, εκτός αν η Χώρα τους δεν το επιθυμεί. Στις λοιπές Σχολές η παρακολούθηση της εκπαιδεύσεως θα γίνεται κατόπιν αιτήσεως της Κυπριακής Δημοκρατίας” (άρθρο 5 παρ. 3 και 4) και ουδεμία χρηματική επιχορήγηση παρέχεται στους Ε/Κ από τη Χώρα μας υπό μορφή μισθού ή επιδόματος” (άρθρο 6 παρ. 5). Και ναι μεν οι Ελληνοκύπριοι μαθητές των ελληνικών στρατιωτικών σχολών δίνουν τόσο κατά την ένταξη τους όσο και κατά την αποφοίτηση τους τον ίδιο με τους Έλληνες μαθητές όρκο, σύμφωνα με το άρθρο 7 παρ. 1 της ίδιας Κοινής Υπουργικής Απόφασης Εθνικής Άμυνας και Εξωτερικών, πλην όμως αυτοί ποτέ δεν λογίζονται ως μέλη των ελληνικών ένοπλων δυνάμεων, γι’ αυτό και η δόση του όρκου από τους Ελληνοκύπριους λειτουργεί ως σημείο ένταξης και αποφοίτησης, εξομοιούμενη με την ισχύουσα για τους λοιπούς αλλοδαπούς μαθητές δόση υποσχέσεως και μη έχουσα τα αποτελέσματα του όρκου των Ελλήνων στρατιωτικών, ακολουθείται δε, κατά παρέκκλιση από τα ισχύοντα για τους αλλοδαπούς μαθητές.
Το EKEO συμφωνεί επίσης με την άποψη του Αρείου Πάγου ότι “Ενόψει όλων αυτών, τυχόν υπαγωγή των αλλοδαπών μαθητών στρατιωτικών σχολών (στους οποίους συγκαταλεκτέοι και οι προαναφερθέντες Ελληνοκύπριοι) στα ελληνικά στρατιωτικά ποινικά δικαστήρια θα διευρύνει, κατά παράβαση της αρχής του νόμιμου δικαστή (άρθρο 8 Συντάγματος), την αρμοδιότητα των στρατοδικείων. Ως εκ τούτου, οι αξιόποινες πράξεις, που διαπράττονται από αυτούς, πρέπει να κρίνονται ως πράξεις αλλοδαπών, κατ’άρθρο 5 παρ.1 ΠΚ, από τα κοινά ποινικά δικάστηκα.”
(ΠΗΓΗ Άρειος Πάγος)

Τα σχόλια δεν επιτρέπονται.