Η Ελληνική Επανάσταση του 1821 αποτελεί μια αστείρευτη πηγή έμπνευσης και άρδευσης της εθνικής μας μνήμης και μια μεγάλη δεξαμενή από εξέχουσες προσωπικότητες, , είδωλα, πρότυπα, σύμβολα, νίκες, θυσίες, ήρωες, στρατιωτικές συγκρούσεις και πολιτικές διαμάχες που συνδέθηκαν άρρηκτα με το νεοσύστατο ελληνικό κράτος και σηματοδότησαν ανεξίτηλα την εθνική μας ζωή. Η ιστορία οιονεί έχει αξιολογήσει τους πρωταγωνιστές, όχι μόνο από τις τότε επιδράσεις και τα αποτελέσματα που είχαν, αλλά και από την υστεροφημία που άφησαν στις μετέπειτα γενιές. Από όλους εκείνους τους γνωστούς που αγωνίστηκαν, θυσιάστηκαν ή επέζησαν, θα απομονώσω τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη ως μια κορυφαία στρατιωτική προσωπικότητα του Αγώνα της Ανεξαρτησίας και θα εκθέσω την πολύπλευρη μορφή και την πολυτάραχη ζωή και δράση του, αποκλειστικά ως στρατιωτικό ηγέτη με ιστορική τεκμηρίωση.

Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης γεννήθηκε στις 3 Απριλίου το 1770 «τη Δευτέρα της Λαμπρής σ’ ένα βουνό, κάτω από ένα δένδρο», στο Ραμοβούνι της Μεσσηνίας, όπως ο ίδιος αναφέρει στα απομνημονεύματά του. Η καταγωγή του ήταν από το χωριό Λιμποβίσι (όρος Δόξας) της Αρκαδίας. Κατά μια εκδοχή, ο Λάμπρος Τσεργίνης έδωσε στη γενιά του την προσωνυμία Κολοκοτρώνης.

Τα παιδικά του χρόνια ο Κολοκοτρώνης τα πέρασε στην Αλωνίσταινα και μετέπειτα στο Άκοβο (Σαμπάζικα), κοντά στους θείους του Κωτσακαίους και πολύ μικρός έφυγε στα βουνά. Χαρακτηριστική είναι η περιγραφή που έδωσε ο Παναγιώτης Σούτσος κατά τον επικήδειο λόγο του: «Ο νυν περιφανής ούτος ανήρ, παιδίον πενητεύον και άγνωστον εισήρχετο περί δείλην οψίαν εις την Τριπολιτζάν φέρον ξύλα επί ημιόνου, ότε καθ’οδόν εραπίσθη παρ’ Οθωμανού. Το παιδίον καταλιπόν και τα ξύλα και τον ημίονον προσέφυγεν εις τα όρη και ώμοσε ράπισμα αντί ραπίσματος. Και ιδού η χειρ του ασήμου τούτου παιδίου μετ’ ου πολύ θέλει κολαφίσε Αυτοκρατορίαν, ήτις δυσκόλως θέλει ανασηκωθεί μετά το κολάφισμα».

Σε ηλικία 17 ετών, έγινε οπλαρχηγός στην περιοχή και σε ηλικία 20 ετών νυμφεύθηκε την Αικατερίνη, κόρη του προεστού Δημητρίου Καρούτσου από το Άκοβο, με την οποία απέκτησαν τρία αγόρια και δύο θυγατέρες, που ήταν:
O Πάνος (1800-1824), o οποίος είχε νυμφευθεί την θυγατέρα της Λασκαρίνας Μπουμπουλίνας και δολοφονήθηκε στις 13 Νοε. 1824.
Ο Ιωάννης ή Γενναίος (1804-1868),Υποστράτηγος και Πρωθυπουργός το 1862.
Ο Κωνσταντίνος ή Κολίνος (1810-1849), Βουλευτής Γορτυνίας , Υπουργός Δικαιοσύνης και Υπουργός Εξωτερικών .
Επίσης, ο Κολοκοτρώνης με άλλη σύντροφο( Μαργαρίτα) και σε ηλικία 66 ετών απέκτησε έναν ακόμη γιο, τον Πάνο, τον νεότερο, (1836-1893), ο οποίος έγινε Διοικητής της Αστυνομίας Αθηνών-Πειραιά και Διοικητής και αναμορφωτής της ΣΣΕ(1881-1885).

Η απελευθέρωση της Ελλάδας υπήρξε για τον Κολοκοτρώνη το μεγάλο όραμα και ο οδοδείχτης της ζωής του. Το 1792 υποστήριξε μαζί με τον θρυλικό Ζαχαριά τη μεγάλη υποχώρηση του Κλέφτη Ανδρούτσου- πατέρα του Οδυσσέα Ανδρούτσου -, από τη Μάνη προς τις βόρειες ακτές του Μοριά, την παραλία του Αιγίου (της Βοστίτσας). Η κλέφτικη αυτή σύγκρουση χαρακτηρίστηκε από την νεοελληνική ιστορία «Ξενοφώντειος», γιατί περιείχε όλα τα στοιχεία της «Καθόδου των Μυρίων» από την καρδιά της Μ. Ασίας προς τη θάλασσα. Ήταν η πρώτη μεγάλη επιχείρηση που έπαιρνε μέρος ο Κολοκοτρώνης. Τελικά, ύστερα από μια ανελέητη καταδίωξη των Τούρκων κατάφερε με τους άνδρες του, μετά από 40 ημέρες, να φθάσει στο Αίγιο και να εξασφαλίσει τη φυγή τού Ανδρούτσου. Όπως ο ίδιος γράφει στα απομνημονεύματά του, έστειλαν τον Αναγνώστη Παπάζογλου στον Μπέη της Μάνης προσφέροντάς του πενήντα χιλιάδες γρόσια, αν του παρέδιδε τον Κολοκοτρώνη. Ο Αντωνόμπεης συνεργάστηκε με τον Δουράκη, συμπέθερο τού Κολοκοτρώνη (η κόρη του ήταν αρραβωνιασμένη με το γιο του Δουράκη). Η πρόταση αυτή κίνησε το ενδιαφέρον και του Ηγουμένου του Μοναστηριού της Παναγίας, όπου κρυβόταν ο Κολοκοτρώνης, αλλά και του Δουράκη, και αποφάσισαν να τον δηλητηριάσουν. Όμως, η σύζυγος του Δουράκη κρυφάκουσε τη σχετική συνομιλία του Ηγουμένου με τον σύζυγό της και δεν άφησε τον Θεόδωρο ούτε λεπτό μόνο του, με σκοπό να τον βοηθήσει να μην πέσει στην παγίδα που του είχαν στήσει και να διαφύγει. Όταν, λοιπόν, ο Δουράκης πρόσφερε κρασί στον Κολοκοτρώνη, η γυναίκα τού Δουράκη, του έκανε νόημα να μην το πιει. Ο Κολοκοτρώνης έσπρωξε με δύναμη την κανάτα έπεσε κάτω και έγινε κομμάτια, λέγοντας: «Τι θέλω εγώ τώρα το κρασί ! Εγώ θέλω να φύγω!». Έφυγε αμέσως για την Καστανίτσα, πέρασε από τα Κύθηρα και κατέληξε στη Ζάκυνθο, όπου έζησε αρκετά χρόνια.

Οι Ρώσοι που κατείχαν την περίοδο αυτήν τα Επτάνησα προσπάθησαν να προσελκύσουν τον Κολοκοτρώνη στο στρατό τους, αλλά δεν το δέχτηκε. Το 1807 οι Γάλλοι ανακατέλαβαν τα Επτάνησα και ο Κολοκοτρώνης επωφελήθηκε του Ρωσοτουρκικού πολέμου και ξανάρχισε τον κλέφτικο αγώνα. Το 1810, κατατάχθηκε με το βαθμό του Λοχαγού στο «Σύνταγμα Ελληνικού Πεζικού» που ιδρύθηκε στη Ζάκυνθο από τους Άγγλους, και τον ίδιο χρόνο προήχθη σε Ταγματάρχη και φόρεσε τις σπαλέτες (επωμίδες) και την περικεφαλαία του αγγλικού στρατού (όπως συνήθως τον βλέπουμε στις προσωπογραφίες , τις γκραβούρες και τους πίνακες) Όμως, μετά την ήττα τού Ναπολέοντα στο Βατερλό το 1815, οι Άγγλοι διέλυσαν το Σύνταγμα και ο Κολοκοτρώνης απολύθηκε, παίρνοντας ως αποζημίωση 1.200 τάλιρα και αποκομίζοντας στρατιωτικές γνώσεις και εμπειρίες ανυπολόγιστης αξίας για τους μετέπειτα αγώνες.

Την 1η Δεκεμβρίου του 1818 στον Ιερό Ναό του Αγίου Γεωργίου Ζακύνθου μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία από τον Νικόλαο Πάγκαλο. Τον επόμενο χρόνο συνάντησε τον Καποδίστρια, τον τότε Υπουργό Εξωτερικών της Ρωσικής Αυτοκρατορίας. Στις 6 Ιανουαρίου του 1821, αποβιβάστηκε στη Καρδαμύλη της Μάνης και δόθηκε ολοκληρωτικά στον αγώνα. Η άφιξή του στο Μοριά σήμανε και την ανατολή της πολυπόθητης ελευθερίας για τους Έλληνες. Το όνομά του έγινε πασίγνωστο και η μορφή του κινητήρια δύναμη της Επανάστασης. Η στρατιωτική του ευστροφία και η εφευρετικότητά του στις δύσκολες φάσεις του αγώνα ήταν εύστοχη, πειστική, αντικειμενική και παραδεκτή από όλους. Η μεγαλοψυχία του ήταν παραδειγματική. Πάντοτε, τη νίκη την μετέδιδε και στους άνδρες του, γεμίζοντάς τους θάρρος , αντοχή, υπερηφάνεια και τόλμη.

Μεγάλος παιδαγωγός, πραγματικός καθοδηγητής, αληθινός φιλόσοφος και αρχηγός των μαζών. Ο Κολοκοτρώνης ήταν αυστηρός, σκληρός και αμείλικτος τιμωρός στους αδιάφορους και απείθαρχους αγωνιστές. Χαρακτηριστική ήταν η φράση του «Όποιο χωριό δεν ήθελε να ακολουθήσει τη φωνή της πατρίδας τσεκούρι και φωτιά». Οι ποινές που επέβαλλε ήταν από την πατρική επίπληξη μέχρι τη θανατική ποινή. Για να περιορίσει τη λιποταξία- συχνό φαινόμενο στις επαναστατημένες περιοχές- είχε καθιερώσει «τους Αστυνόμους τού Στρατοπέδου» για να συλλαμβάνουν τους παραβάτες. . Η προσωνυμία, Γέρος του Μοριά, δεν ήταν τυχαία, γιατί έκρυβε μέσα της τον σεβασμό, την έννοια του πολύπειρου και του σοφού άνδρα, αρετές που είχε από τα εφηβικά του χρόνια.

Ο Κολοκοτρώνης πίστευε ότι η Πελοπόννησος, και κυρίως το κέντρο της, η Τριπολιτσά, ήταν το εφαλτήριο για τη νίκη της Ελλάδας. Η στρατηγική αυτή σκέψη και η διορατικότητά του ερχόταν σε αντίθεση με τις σκέψεις των άλλων οπλαρχηγών. Ωστόσο, όμως επικράτησε. Έλεγε: «Θέλω να ’μαι αγνάντια στην Τριπολιτσά. Γρήγορα θα καταλάβουν οι καπετάνιοι πως ετούτος ο πόλεμος άλλο σκοπό δεν μπορεί νά’χει παρά να κλείσουμε τους Τούρκους στην Τριπολιτσά και να τους πάρουμε όλους μαζί».Ποτέ στρατηγική σκέψη δεν εκφράστηκε πιο ξεκάθαρα και πιο απλά.

Ο ένοπλος αγώνας άρχισε από τη 17 Μαρτίου 1821 από την Αρεούπολη. Στις 23 Μαρτίου 1821 ο Πετρόμπεης, μαζί με 2.000 Μανιάτες απ’ όλα τα καπετανάτα της Μάνης, εισήλθε στην Καλαμάτα. Μαζί του ήταν και οι: Κολοκοτρώνης, Παπαφλέσσας, Νικηταράς, Αναγνωσταράς, Μπούρτζινος και άλλοι, που στην κυριολεξία αιφνιδίασαν και κατατρόπωσαν τους Τούρκους. Έτσι, η Καλαμάτα ήταν η πρώτη μεγάλη πόλη , πού ελευθερώθηκε από τους επαναστατημένους Έλληνες. Την επόμενη ημέρα αναχώρησε για την Αρκαδία και η άφιξή του πανικόβαλε τους Τούρκους και τους εξανάγκασε να οχυρωθούν στο φρούριο της περιοχής. Και από τις 25 Μαρτίου η Επανάσταση είχε ήδη αρχίσει και επίσημα.

Στην Καρύταινα δόθηκε η πρώτη μάχη του αγώνα, όπου, δυστυχώς, δεν εισακούστηκε ο Κολοκοτρώνης από τους άλλους οπλαρχηγούς, να απομονώσουν την περιοχή, και τα αποτελέσματα ήταν δυσάρεστα. Οι προσπάθειες του Κολοκοτρώνη να αποκόψει τη συνένωση των Τούρκων βρήκαν εμπόδιο την προδοσία και την καχυποψία των άλλων οπλαρχηγών. Ευτυχώς, έστω και εκ των υστέρων αναγνώρισαν την ορθότητα του σχεδίου τού Κολοκοτρώνη και το εφάρμοζαν σε ανάλογες επιχειρήσεις. Διεξήχθη ένας σκληρός αγώνας που διήρκεσε 6 ώρες κα οι 300 Μανιάτες αντιστάθηκαν στις αλλεπάλληλες επιθέσεις 1.700 Τούρκων. Η ηρωική αυτή αντίσταση ήταν εφάμιλλη της αντίστασης του Λεωνίδα στις Θερμοπύλες.

Από τη μάχη αυτή προέκυψε το δίδαγμα ότι δεν επαρκούσαν οι αυθορμητισμοί και οι ενθουσιασμοί των Ελλήνων, αλλά χρειαζόταν αρχηγός με ικανότητες και γνώσεις για να οργανώσει και να ηγηθεί του αγώνα. Ύστερα από αυτά ο Κολοκοτρώνης κατόρθωσε να συγκαλέσει συμβούλιο των προεστών στο Χρυσοβίτσι (χωριό της Αρκαδίας), στις 26 Απριλίου 1821, όπου ανακηρύχθηκε Αρχιστράτηγος της περιοχής και άρχισε να δημιουργεί οιονεί στρατιωτική υποδομή και οργάνωση, με στρατόπεδα (Πιάνα, Χρυσοβίτσι και Λεβίδι), με υπηρεσία εφοδιασμού, επισιτισμού και οικονομικού.

Η πρώτη μεγάλη ουσιαστική μάχη που δόθηκε ήταν η Μάχη του Βαλτετσίου, (12-13 Μαΐου 1821), ή η μάχη των 23 ωρών. Ήταν μια σημαντική νίκη των Ελλήνων κατά την Επανάσταση, γιατί κατέρριψε το αήττητο των Τούρκων και άνοιξε το δρόμο προς την Τριπολιτσά. Οι απώλειες των Τούρκων ήταν 514 νεκροί και 635 τραυματίες από τους οποίους οι περισσότεροι πέθαναν λίγο αργότερα από μολυσματικές ασθένειες. Από τους Έλληνες σκοτώθηκαν 4 και τραυματίστηκαν 17. Επιπλέον, εξασφαλίστηκε οπλισμός και εξάρτυση για περίπου 4.000 άνδρες Ο Κολοκοτρώνης πέραν των άλλων τακτικών του ενεργειών, όταν διαπίστωσε τον κλοιό των Τούρκων να περισφίγγει σε κάποια φάση της μάχης τις μαχόμενες δυνάμεις του οπλαρχηγού Μητροπέτροβα, για να τους εμψυχώσει, έτρεξε σ’ ένα ύψωμα φωνάζοντας: «έρχεται ο Κολοκοτρώνης με δέκα χιλιάδες, έρχεται και ο Πετρόμπεης με όλους τους Μανιάτες. Βαστάτε!». Σύνθημα που κλόνισε το ηθικό των Τούρκων και ανύψωσε το ηθικό των Ελλήνων.

Μέσα σε δύο μήνες είχε εξασφαλίσει μια δύναμη των 9.000 ανδρών. Πίστευε και υποστήριζε ότι η «κεφαλή» της τουρκικής κυριαρχίας ήταν η Τριπολιτσά και έγινε ο αντικειμενικός του στόχος. H πολιορκία της άρχισε στις 18 Μαΐου και όσο περνούσε ο καιρός γινόταν και δυσκολότερη ελλείψει Πυροβολικού. Τότε, ο στρατηγικός νους του Γέρου του Μοριά συνέλαβε την ιδέα της διόρυξης μιας μεγάλης οχυρωματικής τάφρου (γράνας) στο στενό που διερχόταν ο δρόμος προς το Λεβίδι και τα Καλάβρυτα, απ’όπου θα περνούσε ο Κιαμίλ Μπέης, αν επιχειρούσε να δραπετεύσει από την Τριπολιτσά. Εκεί, δόθηκε η ομώνυμη μάχη τη νύχτα της 9 προς 10 Αυγούστου 1821,όπου οι ελληνικές δυνάμεις νικηφόρα αντιμετώπισαν τις επιθέσεις των Τούρκων και ουσιαστικά κρίθηκε η τύχη της Τριπολιτσάς. Ο Υψηλάντης του έγραψε: «Γενναιότατε Στρατηγέ καπετάν Θεοδωράκη Κολοκοτρώνη! Εις την μάχην της 10 Αυγούστου μ’ όλην την υπεροχήν του πλήθους των τυράννων και την αιφνίδιαν ορμήν αυτών, εδείξατε στρατηγικοτάτην πρόνοιαν εξαποστείλας εν καιρώ τους στρατιώτες σου και εμψυχώσας αυτούς με την γενναιότητά σου, εκέρδισες την λαμπράν εκείνην νίκην».

Η πολιορκία της Τριπολιτσάς ήταν το πιο φιλόδοξο και τολμηρό σχέδιο, με το φερένικο τέλος, που ανέλαβε να υλοποιήσει ο νεοσύστατος ελληνικός στρατός. Στις 23 Σεπτεμβρίου 1821 τα ελληνικά τμήματα εισήλθαν στην Τριπολιτσά με ιδιαίτερη επιθετική ορμή και αγριότητα, που μπορεί να δικαιολογηθεί ΜΟΝΟ ως εκτόνωση οργής και αγανάκτησης της πολύχρονης σκλαβιάς και της απάνθρωπης συμπεριφοράς των Τούρκων. Οι τουρκικές απώλειες ανήλθαν σε 32.000 άτομα (άνδρες, γυναίκες και παιδιά), κατά τον Κολοκοτρώνη, και «υπέρ τα δεκακισχίλια άτομα» κατά τον ιστορικό Φιλημένα. Αναμφισβήτητα, η άλωση της Τριπολιτσάς υπήρξε γεγονός, που εδραίωσε την ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ, και ήταν έργο του Κολοκοτρώνη.

Και στη Μάχη της Πάτρας, 9 Μαρτίου 1822, η στρατιωτική οξυδέρκεια του Κολοκοτρώνη επικράτησε και πάλι στο σχεδιασμό και την εκτέλεση. Εκμεταλλευόμενος τη νύκτα, για να τονώσει το ηθικό και εγείρει το φρόνημα και το θάρρος των αγωνιστών, φώναζε: «Ετσάκισαν οι Τούρκοι». Το σύνθημα αυτό έπιασε, ο λόγος του έγινε δύναμη, το επιθετικό πνεύμα των πολεμιστών γιγαντώθηκε και το νικηφόρο αποτέλεσμα ήλθε. (Τουρκικές απώλειες 300 άνδρες και ελληνικές 20) .Ο Παλαιών Πατρών Γερμανός έγραψε: «Ο Κολοκοτρώνης έδειξε ανδρεία και επιδεξιότητα και σ’ αυτήν την περίσταση. Μάζεψε λίγους στρατιώτες τους εμψύχωσε, τους ενθουσίασε τόσο, ώστε αυτοί όρμησαν ως λέοντες εναντίον των εχθρών».

Η κάθοδος του Μαχμούτ Πασά ,του επονομαζόμενου Δράμαλη, στην Πελοπόννησο με πολυάριθμο στρατό, στις αρχές Ιουλίου του 1822, απείλησε σοβαρά τον αγώνα. Τις κρίσιμες εκείνες στιγμές η κυβέρνηση κατέφυγε σε πλοίο, ο κυβερνητικός στρατός αυτοδιαλύθηκε και ο λαός βρέθηκε ανυπεράσπιστος και σε κατάσταση πανικού. Μέσα στη γενική σύγχυση υψώθηκε και πάλι ως εθνικός σωτήρας ο Κολοκοτρώνης. Με ένα απλό σχέδιό : « Θα κλείσουμε το Δράμαλη μέσα στον κάμπο του Άργους σαν το ποντίκι στη φάκα. Σφιχτά θα τους ζώσουμε ανάμεσα θάλασσας και βουνών. Και δεν θα’χει σε λίγο τι να φάει τ’ασκέρι του και τα άλογά του και δεν θα τον αφήσουμε ούτε στιγμή σε ησυχία, θα τον λιανίζουμε σιγά-σιγά ως που να μπαϊλντίσει, να ρέψει και να παραλύσει, σύγκαιρα θα μαζώνονται περισσότερο ολοένα οι δικοί μας …».

Πράγματι, οι Τούρκοι κατά τη δωδεκαήμερη πολιορκία του φρουρίου του Άργους εξάντλησαν τα αποθέματα τών τροφίμων, χωρίς να έχουν δυνατότητα ανεφοδιασμού, γιατί όλα τα σιτηρά της αργολικής πεδιάδας είχαν καεί από τους Έλληνες. Ο Δράμαλης αποφάσισε να επιστρέψει στην Κόρινθο για να αναδιατάξει τον καταπονημένο στρατό του. Ο Κολοκοτρώνης αντιλήφθηκε το σχέδιό του και κατέλαβε τις διαβάσεις που οδηγούσαν από το Άργος προς στην Κόρινθο. «¨Έπιασε» τα στενά των Δερβενακίων μαζί με τους Υψηλάντη, Παπαφλέσσα και Νικηταρά, όπου και δόθηκε η ομώνυμη νικηφόρα μάχη, 26-28 Ιουλίου 1822. Για να παραπλανήσει τους Τούρκους και να τους εκτρέψει στο στενό του Αγίου Σώστη, χώρος εύκολης καταστροφής, ο ίδιος λέει: «έβαλα τις σημαίες ,τα φέσια,τις κάπες κα τα ζώα εις μία ράχη, δια να νομίσουν ότι εκεί είναι πολλοί στρατιώτες και να κάμουν κάτω» με αποτέλεσμα οι Τούρκοι να αποφύγουν την κατεύθυνση εκείνη και να ακολουθήσουν τη χαράδρα, «χαράδρα του θανάτου», όπως την ονόμασαν, εκεί όπου είχε τάξει τους άνδρες του, με αποτέλεσμα οι Τούρκοι να υποστούν μεγάλες απώλειες. Οι τουρκικές απώλειες ανήλθαν στις 2.500-3.000, ενώ οι ελληνικές ήταν ασήμαντες, Δυστυχώς, όμως, μεταξύ των νεκρών ήταν και οι τρεις ανηψιοί σωματοφύλακες του Κολοκοτρώνη. Μετά τη μάχη αυτήν, ο Κολοκοτρώνης ανακηρύχτηκε από τη Γερουσία Αρχιστράτηγος της Πελοποννήσου.

Kατά την Β΄ Εθνοσυνέλευση το Μάρτιο του 1823, στο Άστρο, όπου εκδηλώθηκαν οι πρώτες αντιθέσεις ανάμεσα στους πολιτικούς και στρατιωτικούς, με αποτέλεσμα να καταργηθεί η Γερουσία και ο βαθμός του Αρχιστρατήγου. Ακολούθησε μια εμφύλια διαμάχη με οδυνηρές συνέπειες μεταξύ των οποίων και η άνανδρη δολοφονία του πρωτότοκου γιου του, Πάνου. Τον Ιανουάριο του 1825 έγινε η σύλληψη και η φυλάκιση του Κολοκοτρώνη, για 4 μήνες, στη Μονή του Προφήτη Ηλία της Ύδρας.

Με την αποβίβαση του Ιμπραήμ στη Μεθώνη, 11-12 Φεβ. 1825, και τον επαπειλούμενο κίνδυνο, η κυβέρνηση Κουντουριώτη αποφυλάκισε τον Κολοκοτρώνη (17 Μαΐου 1825), τον διόρισε και πάλι Αρχιστράτηγο του Μοριά και του ανέθεσε την αντιμετώπιση της νέας μεγάλης απειλής. Αποβιβαζόμενος στο Ναύπλιο φώναξε με τη βροντερή φωνή του: «Πριν βγω στη στεριά έριξα στη θάλασσα όλα τα περασμένα. Κάνετε και σεις το ίδιο και βοηθήστε να διώξουμε τον καινούργιο εχθρό από τον τόπο μας». Ο μεγάλος άνδρας, εμπνεόμενος από αμνησικακία και μεγαλοψυχία, συγχώρησε εχθρούς και αντιπάλους, ακόμη και εκείνους που ευθύνονταν για το θάνατο τού Πάνου , γιου του. Ρίχτηκε στον αγώνα με τη συγκέντρωση αγωνιστών, με ανταρτοπόλεμο, με γενικό πόλεμο φθοράς , διατηρώντας άσβεστη τη φλόγα της Επανάστασης. Το σύνθημα του Κολοκοτρώνη, «Φωτιά και τσεκούρι στους προσκυνημένους»- αφορούσε αυτούς που δήλωναν υποταγή και προσκυνούσαν τις δελεαστικές προτάσεις και απειλές του Ιμπραήμ, – έδωσε πνοή και δύναμη στην «ετοιμοθάνατη Επανάσταση».

Η πολιτική οξυδέρκεια και η διορατικότητά του συνέβαλαν καθοριστικά στην εκλογή του Ιωάννη Καποδίστρια ως πρώτου κυβερνήτη της Ελλάδος, όταν στην Εθνική Συνέλευση της Τροιζήνος( Απρίλιο 1827), με πειστικότητα υποστήριξε : «Ημείς άλλον ¨Έλληνα αξιώτερον από τον Καποδίστρια δεν έχομε», και η γνώμη του επικράτησε Με την έλευση του Καποδίστρια στις 8 Ιανουαρίου 1828, στο Ναύπλιο, ο Κολοκοτρώνης τάχθηκε ένθερμα υπέρ της πολιτικής του και στάθηκε ο πιστότερος συνεργάτης και ο πολυτιμότερος σύμβουλός του. Επίσης, πρωτοστάτησε στα γεγονότα για την εκλογή του Όθωνα. Ο Όθωνας με την αγγλική φρεγάτα «Μαδαγασκάρη » έφθασε στο λιμάνι του Ναυπλίου στις 30 Ιανουαρίου 1833 και αποβιβάστηκε στις 6 Φεβ.1833. Από την πρώτη στιγμή ο Κολοκοτρώνης έγινε πάλι στόχος συκοφαντιών και ραδιουργιών εκ μέρους των πολιτικών του αντιπάλων με προεξέχοντα τον Πρωθυπουργό Ιωάννη Κωλέττη. Αντιμετωπίστηκε με ψυχρότητα και από τους Βαυαρούς, οι οποίοι δεν μπορούσαν να του συγχωρήσουν τη φιλοκαποδιστριακή του τοποθέτηση. Εξυφάνθηκαν εναντίον του κατηγορίες για μυστικές συνεδριάσεις με άλλους οπλαρχηγούς, για αναφορές προς τον Τσάρο, για συνωμοσίες εναντίον του ανήλικου τότε Βασιλιά Όθωνα και της Κυβέρνησης, που κατέληξαν τελικά να κατηγορηθεί για εσχάτη προδοσία και να συλληφθεί στις 6 Σεπτεμβρίου 1832, μαζί με τον Δ. Πλαπούτα, το γιο του Γενναίο, τον Τζαβέλα, τον Νικηταρά και άλλους στρατιωτικούς. Όταν ο λαός φώναζε ότι θα τον σκοτώσουν άδικα, ο Γέρος του Μοριά απάντησε: «Καλύτερα άδικα να με σκοτώσουν, παρά δίκαια».Παρόλη τη γενναία στάση και την άρνηση της υπογραφής των δύο εξαίρετων δικαστών Αναστάσιου Πολυζωίδη και Γεώργιου Τερτσέτη (σύμβολα της δικαιοσύνης ,οι οποίοι αρνήθηκαν να υπογράψουν την απόφαση της καταδίκης), ο Κολοκοτρώνης καταδικάστηκε μαζί με τον Πλαπούτα σε θάνατο και φυλακίστηκε στο Παλαμήδι σε ηλικία 63 ετών (26 Μαΐου1834). Λίγο αργότερα η ποινή μετατράπηκε σε 20ετή κάθειρξη μετά από παρέμβαση του Όθωνα. Και στις 27 Μαΐου 1835 μετά την ενηλικίωση του Όθωνα (20 Μαΐου 1835), έλαβε χάρη και αποφυλακίστηκε, εξουθενωμένος, ταπεινωμένος και σχεδόν τυφλός από τις άθλιες συνθήκες της φυλακής.

Μετά το 1835, ο Γέρος του Μοριά έζησε στην Αθήνα, όπου ευτύχησε να γνωρίσει τη γενική αναγνώριση, την εκτίμηση και την αποθέωση για την προσφορά του στην Επανάσταση. Προήχθη σε Στρατηγό, διορίστηκε Σύμβουλος της Επικρατείας, και ορίσθηκε μέλος της Επιτροπής για την ανέγερση του Πανεπιστημίου Αθηνών και σύμβουλος του Όθωνα.

Ο εμπνευσμένος λόγος του Κολοκοτρώνη, στις 13 Νοεμβρίου 1838 προς τους φοιτητές του Πανεπιστημίου, στην Πνύκα, αποτελεί την πολιτική και πνευματική του διαθήκη προς τη νεολαία. Μεταξύ των άλλων είπε: «…Η προκοπή και η μάθησή σας να μην γίνει σκεπάρνι μόνο δια το άτομό σας, αλλά να κοιτάζει το καλό της Κοινότητος, και μέσα εις το καλό αυτό ευρίσκεται και το δικό σας …Εις εσάς μένει να ισάσετε και να στολίσετε τον τόπο ,οπού ημείς ελευθερώσαμε».

Στις 4 Φεβρουαρίου 1843, «ο μέγας ανήρ ετελεύτησε» στο σπίτι του, ευρισκόμενο στη διασταύρωση των σημερινών οδών Κολοκοτρώνη και Λέκκα στην Αθήνα. Και «ετελεύτησεν», από εγκεφαλική συμφόρηση, σε ηλικία 73 ετών. Είχε προηγηθεί ο μεγαλοπρεπέστατος γάμος τού γιου του, Καλίνου, όπου ο Κολοκοτρώνης ένιωσε την κορυφαία αποθέωση της εκτίμησης και το μεγαλείο της δόξας. Τάφηκε στο Α΄Νεκροταφείο Αθηνών με τιμές Αντιστρατήγου ε. ε. Τα οστά του αργότερα, διακομίσθηκαν στη Τρίπολη και από τις 25 Σεπτεμβρίου 1993, βρίσκονται σε ειδική κρύπτη στη βάση του ανδριάντα του «Γέρου» στην Πλατεία Άρεως της Τρίπολης, που είχε στηθεί στις 26 Σεπ. 1971.
Αυτός ήταν ο Θεοδωράκης, ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, ο Κλέφτης, , ο Ζωέμπορος, ο Φιλικός, ο Οπλαρχηγός, ο Γέρος του Μοριά, ο Ιεραπόστολος της Επανάστασης, ο Στρατηγός, ο Αρχιστράτηγος της Πελοποννήσου, ο Νέστορας του Συντάγματος της Τροιζήνος, ο Αντιπρόεδρος του Εκτελεστικού, ο Σύμβουλος της Επικρατείας της Ελλάδας , η Κορυφαία Μορφή τού Εικοσιένα!
Αξίζει αιώνιας τιμής και απέραντου θαυμασμού!
Παραμένει ΑΘΑΝΑΤΟΣ !

 

Ιωάννης Δ. Κακουδάκης
Αντιστράτηγος ε.α.
Επίτιμος Α΄ Υπαρχηγός ΓΕΣ ,
πρώην Διευθυντής της Διεύθυνσης Ιστορίας Στρατού του ΓΕΣ και
Πρόεδρος της Ελληνικής Επιτροπής Στρατιωτικής Ιστορίας του ΓΕΕΘΑ.

Τα σχόλια δεν επιτρέπονται.