Το Κυπριακό είναι μια ιστορία κατά συρροήν και κατ’ εξακολούθηση λαθών, συχνά ασύγνωστων. Η Ελλάς δεν διαμόρφωσε ποτέ μια συμπαγή, σταθερή, μακροπρόθεσμη και διαυγή εθνική στρατηγική.

Ο εξ ανατολών γείτων είναι στρατιωτικός εισβολέας και κατοχική δύναμη, ενώ καθημερινώς προσβάλλει έργω τα κυριαρχικά μας δικαιώματα, ασκώντας εις βάρος μας αδιάκοπο και διαρκώς κλιμακούμενο στρατιωτικό εκβιασμό.

Η επικυρίαρχη σχολή σκέψης στην οποία ομνύουν  πολιτικοί, διανοούμενοι, δημοσιογραφούντες και λοιποί ηγέτες γνώμης, που ανήκουν σ’ όλο το πολιτικό φάσμα από τη δεξιά μέχρι και κυρίως την λάιτ αριστερά, είναι η κατευναστική σχολή.

Γι’ αυτούς ο διάλογος και οι «μπίζνες», έχουν αντικαταστήσει στις παρούσες διακρατικές σχέσεις τον πόλεμο. Μια τέτοια εκδοχή θα ήταν ευκταία αν δεν ήταν εντελώς ρομαντική.

Είναι πολιτικά αβάσιμη και πρακτικά επικίνδυνη.

Η ζωή διδάσκει ότι οι συμπεριφορές των κρατών δεν υπαγορεύονται δυστυχώς από τη λογική, το δίκαιο και την ηθική, αλλά από το ωμό συμφέρον και τους γεωπολιτικούς συσχετισμούς που εξυπηρετούν αυτό το συμφέρον.

Η Τουρκία ασφαλώς υπερέχει ποσοτικά έναντι της Ελλάδος. Γεωγραφικά, πληθυσμιακά, εξοπλιστικά. Εφ’ ω και οι κατευναστές εισηγούνται να σπεύσουμε σε διάλογο και συμβιβασμό πριν αυτή ισχυροποιηθεί έτι περαιτέρω.

Ακόμη και ο οξύνους Παναγιώτης Κονδύλης (Από τον 20ο στον 21ο αιώνα, σ.180 επ., Θεμέλιο 1998), παρότι επικρίνει τον κατευνασμό, υποκύπτει στον πειρασμό ενός Ελληνοτουρκικού συμβιβασμού εν’ όψει του ότι η διαφορά του γεωπολιτικού δυναμικού Ελλάδος-Τουρκίας αυξάνεται συνεχώς υπέρ της Τουρκίας και σε 20-30 χρόνια (τα μισά έχουν ήδη περάσει) θα είναι, επισημαίνει, αβάσταχτη για την ελληνική πλευρά. Ο Κονδύλης βλέπει ότι ένας συμβιβασμός θα αποτελούσε για την Ελλάδα «το μικρότερο κακό, ακόμη και αν παραχωρούσε κάτι απ’ ό,τι θεωρεί αυτή τη στιγμή κυριαρχικά της δικαιώματα»!

Το απόσπασμα απομονούμενο θα αδικούσε τον Κονδύλη, ο οποίος λίγο πιο κάτω (σ.186) διευκρινίζει ότι «για να συναφθεί ένας τέτοιος συμβιβασμός απαιτείται η βεβαιότητα ότι αυτός θα είναι τελειωτικός». Ποιος όμως μπορεί να εγγυηθεί τέτοια βεβαιότητα;

Όσοι παρακολουθούν την τουρκική πολιτική τα εκατό τελευταία χρόνια, αδυνατούν να κατονομάσουν και μία περίπτωση όπου αυτή σεβάσθηκε τα συμπεφωνημένα. Για μείζονα, αλλά και για ελάσσονα θέματα. Παράδειγμα η πρόσφατη τουρκοαρμενική συμφωνία. Υπό την αφόρητη πίεση των ΗΠΑ από κοντά και της Ρωσίας, οι Αρμένιοι εξαναγκάσθηκαν να υπογράψουν μια συμφωνία με την Άγκυρα. Ξεσηκώθηκαν οι Αζέροι και ο Γκιουλ τους διαβεβαίωσε ότι όπως δεν τήρησαν τη συμφωνία με την Κύπρο, δεν θα τηρήσουν και αυτήν με τους Αρμενίους. Έτσι απλά και φυσικά!

Ο κανόνας pacta sunt servanda, ιστορικοστατιστικά δεν ισχύει για τους Τούρκους.

Επιπόλαιες προσεγγίσεις οι οποίες συνήθως διαπνέονται από ιδεολογικοδογματικές αφετηρίες χαρακτηρίζουν τις όχι και μόνιμες αντιστάσεις της κοινωνίας μας να δεχθεί επιζήμιες παραχωρήσεις, στο Κυπριακό, ή το σκοπιανό, «εθνικισμούς», ή κατά Τζούνην «εθνικιστικήν φρενιτιδα». Η ρετσινιά αυτή είναι παρ’ ημίν το συνηθέστερο και πλέον ανέξοδο άλλοθι των αποτυχημένων διαχειριστών των εθνικών μας θεμάτων.

Στην πραγματικότητα το πολιτικό ένστικτο του κόσμου αποδεικνύεται προδήλως ισχυρότερο, καθαρότερο και ασφαλώς προορατικό έναντι εκείνου των εκπροσώπων του.

Επειδή οι ορίζοντες της πολιτικής τάξης είναι κατά κανόνα οι επόμενες εκλογές και όχι, ως οφείλει, οι επόμενες γενεές, το κακόφημο πολιτικό κόστος άλλοτε την οδηγεί σε επιβλαβείς επιλογές, σπανιότερα όμως την προφυλάσσει από τέτοιες.

Τις παραμονές του Πελοποννησιακού Πολέμου, η Σπάρτη ζητούσε απ’ την Αθήνα να ακυρώσει το λεγόμενο Μεγαρικό Ψήφισμα, με το οποίο ο Περικλής απαγόρευσε στους Μεγαρείς το εμπόριο στα όρια του αθηναϊκού κράτους μετά την προσχώρησή τους στην Πελοποννησιακή συμμαχία. Οι αντίπαλοι του μεγάλου πολιτικού τον κατηγορούν ότι για ασήμαντο λόγο («περί βραχέος αν πολεμείν») οδηγεί την Αθήνα σε πόλεμο. Ο σοφός Θουκυδίδης (Ι,140) διά στόματος Περικλέους, ξεκαθαρίζει ότι στην εξωτερική και την εθνικοαμυντική πολιτική δεν υπάρχει «βραχύ» και «μείζον», σημαντικό και ασήμαντο. Διότι «το γαρ βραχύ τι τούτο πάσαν υμών έχει την βεβαίωσιν και πείραν της γνώμης». Δηλαδή «το ασήμαντον αυτό αποτελεί την λυδίαν λίθον προς εξακρίβωσιν και δοκιμασίαν των προθέσεών σας». Γι’ αυτό «ει ξυγχωρήσετε και άλλο τι μείζον ειθύς επιταχθήσεσθε ως φόβω και τούτω υπακούσαντες». Αν, δηλαδή, ‘’υποχωρήσετε απέναντί των, θα ευρεθήτε ενώπιον νέας και επαχθεστέρας απαιτήσεως, διότι θα νομίσουν ότι εις τούτο θα υποκύψετε ένεκα φόβου’’. Ενώ «απισχυρισάμενοι δε σαφές αν καταστήσαιτε αυτοίς από του ίσου υμίν μάλλον προσφέρεσθαι».

Όπερ σημαίνει, ‘’αν αρνηθήτε αποφασιστικώς, θα τους δώσετε να εννοήσουν καθαρά ότι οφείλουν να συμπεριφέρονται απέναντί σας ως ίσοι προς ίσους».(Όλα τα νεοελληνικά λήμματα από την μετάφραση Ελευθερίου Βενιζέλου).

Ο χρυσούς διεθνοπολιτικός κανόνας είναι τελικά το «από του ίσου υμίν προσφέρεσθαι». Και αυτό προϋποθέτει εθνική αποφασιστικότητα.

Η παθογένεια της καχεκτικής στρατηγικής μας στο Κυπριακό, έχει βαρύ ιστορικό.

Πρώτον: Ανοίξαμε με τον εισβολέα από την επομένη της εισβολής διάλογο. Για να φανούμε πολιτισμένοι εμείς και τάχα βάρβαρος εκείνος. Συρθήκαμε στις λεγόμενες Δικοινοτικές οι οποίες συνεχίζονται επί 37 χρόνια. Αυτές νομιμοποιούν de facto τα τετελεσμένα της εισβολής, οδηγούν τον Ελληνισμό σε επικίνδυνες παραχωρήσεις, τον προετοιμάζουν για επόμενες, αδρανοποιούν τα πατριωτικά ανακλαστικά των Ελληνοκυπρίων και των Ελλαδιτών.

Κάθε επόμενη «συνομιλία» ξεκινά από το σημείο στο οποίο οι ημέτεροι υποχώρησαν την προηγούμενη.

Οι Δικοινοτικές δεν είναι αυτό που λέει ο τίτλος τους διότι από τη μια «παρίσταται» η Τουρκία και από την άλλη όχι η Ελλάς αλλά η ακρωτηριασμένη Κύπρος. Η Άγκυρα διά των Δικοινοτικών αποποινικοποιεί το κακούργημα της εισβολής και εδραιώνει έκτοτε διεθνώς την εικόνα χώρας που αντί να καθηλωθεί στο εδώλιο του κατηγορουμένου, προβάλλεται ως τρίτος και δη πρόθυμος να συμβάλει στην επίλυση του προβλήματος που αυτή εδημιούργησε.

Δεύτερον: Η αδράνεια μας οδήγησε στην αλλοίωση της ουσίας του Κυπριακού, το οποίο από πρόβλημα Εισβολής, Κατοχής και Εποικισμού, μετέπεσε σε εσωτερικό ζήτημα συμβίωσης δύο κοινοτήτων. Η προαγωγή της Τ/Κ μειονότητας σε κοινότητα, είναι δικό μας «επίτευγμα», ενώ η προωθούμενη μετάπλασή της από ψευδοκράτος σε κράτος, επιχειρείται υπό τα όμματα της απραξίας μας.

Τρίτον: Τον αδιάκοπο και κλιμακούμενο στρατιωτικό εκβιασμό της Άγκυρας τον αντιμετωπίζουμε με μίγμα φοβικού συνδρόμου και ηττοπάθειας. Αυτό είναι ψυχολογικό νόσημα ξένο προς την ελληνική ιδιοσυγκρασία. Οι Έλληνες από τις απαρχές της ιστορίας τους μέχρι τους εσχάτους χρόνους αντιπαρατάχθηκαν πάντοτε με μεγέθη αντιστρόφως ανάλογα προς το δικό τους. Από τον Μαραθώνα πριν ακριβώς 2.500 χρόνια ως το 40-41 οι απέναντί τους ήταν ανέκαθεν πολλαπλάσιοι. Ο ηρωισμός μας αναμετρήθηκε με τον όγκο του αντιπάλου. Αυτός υπερνίκησε τον εχθρό.

Αλλά σε μια κοινωνία όπου το σύστημα έχει ευτελίσει «κατά σύστημα» όλες τις μεγάλες διαχρονικές αξίες της: ηρωϊσμό, αυτοθυσία, ανδρεία, πίστη που παράγουν τον πολλαπλασιαστή της εθνικοαμυντικής θωράκισής της, ο λαός της είναι αυτοαφοπλισμένος. (Πρβλ Παπαθεμελή Αντίσταση ή υποτέλεια,  σελ 109).

Τέταρτον: Στρατεύματα κατοχής και Έποικοι στο έδαφος μιας χώρας μέλους της ΕΕ και της Ευρωζώνης και δη από χώρα σε διαδικασία ένταξης, τι διαφορά έχουν από τα ναζιστικά στρατεύματα στα Ηλύσια Πεδία του Παρισιού;

Είναι απίστευτο, αλλά εδώ και χρόνια το κραυγαλέα αυτονόητο, η απαίτηση αποχώρησης του Αττίλα (και των Εποίκων), έχει ενταφιασθεί από μας τους ίδιους. Όπως επίσης και όλες οι έργω προσβολές της κυριαρχίας μας και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Παραγράφουμε μόνοι μας τα εγκλήματα του εχθρού και θέλουμε οι τρίτοι να ενδιαφερθούν να μας προστατεύσουν.

Πέμπτον: Η Ελλάδα είναι επείγον να απορρίψει τον  κατετευνασμό υιοθετώντας  στρατηγική αποτρεπτικής ισχύος. Όπως υποστήριζε επίμονα ο λαμπρός διπλωμάτης και στοχαστής αείμνηστος Μ. Δούντας «η σύγχρονη τεχνολογία μπορεί να προσφέρει στην Ελλάδα αξιόπιστη αποτρεπτική δυνατότητα έναντι της Τουρκίας» (Είναι ανεξάρτητη η Ελλάς; σ. 74). Η αξιοπιστία μας δύναται να βασισθεί σ΄ ένα υψηλής ποιότητας αποτρεπτικό μηχανισμό.

Επειδή σε ορατό χρόνο η τουρκική επιθετικότητα θα είναι διαρκής και κλιμακούμενη η ελληνική αντεπίθεση οφείλει να αναζητήσει επειγόντως στρατηγικό εταίρο.

ΝΑΤΟ, ΕΕ, Ευρωζώνη, ΗΠΑ και εί τις άλλος απεδείχθησαν αναξιόχρεοι και κατά περίπτωση ταυτισμένοι με τα συμφέροντα του επιτιθεμένου σουλτάνου, ο οποίος ζητεί συνεταιρισμό δύο κρατών υπό την εγγύηση και το επεμβατικό δικαίωμα της Άγκυρας.

Πρέπει να σπεύσουμε σε αναζήτηση στρατηγικού εταίρου.

Στρατηγικοί εταίροι της Ελλάδος σήμερα μπορούν να αναζητηθούν στη Ρωσία και την Κίνα. Με την πρώτη η κυβέρνηση Παπανδρέου έχει ήδη κακές σχέσεις σπρώχνοντας την όλο και πιο πολύ προς την Τουρκία παρότι θα ήταν ο δυνάμει και ενεργεία εγγυητής της ακεραιότητάς μας. Με την δεύτερη αποφεύγει να δημιουργήσει σχέσεις, αν και οι Κινέζοι περιμένουν να στηρίξουν τις ελληνικές ανάγκες μας συμμετέχοντας στο Plan B.

Μιλάμε για την Κύπρο. Πονάμε για την Κύπρο. Η Κύπρος είναι ένας τόπος όπου κατά Σεφέρην, μπορεί να γίνει το θαύμα. Από μας εξαρτάται.

Στέλιος Παπαθεμελής

Κάντε ένα σχόλιο