Άρειος ΠάγοςΛοχαγός που υπηρετούσε στη Σχολή Ευελπίδων είχε πρωτόδικα καταδικαστεί διότι αρνήθηκε να παραμείνει το απόγευμα στη Σχολή Ευελπίδων προκειμένου να εκπαιδεύσει τους Ευέλπιδες για την τελετή ορκωμοσίας-παρέλασης. Αναρτούμε την σχετική απόφαση που αντιγράψαμε από την ιστοσελίδα του ΣΥΣΜΕΔ

Απόφαση 955 / 2011 (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ), Αριθμός 955/2011
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: ……., Προεδρεύουσα Αρεοπαγίτη, ως αρχαιότερο μέλος στη σύνθεση και σύμφωνα με την 101/21-7-2010 Πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου, ….., ….. -Εισηγητή, ……, σύμφωνα με την 197/28-12-2010 Πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου, για συμπλήρωση της σύνθεσης και ……, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 8 Μαρτίου 2011, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου ….. (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως ……., για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος – κατηγορουμένου Α. Μ. του Γ., κατοίκου …, που παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του ……, για αναίρεση της υπ’ αριθ. 70/2010 αποφάσεως του Τριμελούς Αναθεωρητικού Δικαστηρίου. Το Τριμελές Αναθεωρητικό Δικαστήριο με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και ο αναιρεσείων – κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 13 Οκτωβρίου 2010 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1449/2010.
Αφού άκουσε
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 53 παρ.1 του νέου ΣΠΚ (ν.2287/1995) “Στρατιωτικός που λαμβάνει προσταγή από τον αρχηγό του να εκτελέσει οποιαδήποτε υπηρεσία και αρνείται να υπακούσει ή παραλείπει την εκτέλεσή της, τιμωρείται: α) σε ειρηνική περίοδο με φυλάκιση, β) σε πολεμική περίοδο …”. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της ανυπακοής απαιτούνται τα εξής: α) σχέση υπηρεσιακής εξάρτησης, δηλαδή σχέση προϊσταμένου και υφισταμένου, μεταξύ διατάσσοντος και διατασσόμενου, β) διαταγή του πρώτου προς τον δεύτερο που αποβλέπει στην εκτέλεση ορισμένης υπηρεσίας, η οποία προβλέπεται από τους στρατιωτικούς νόμους και κανονισμούς, στην εκτέλεση της οποίας είναι υποχρεωμένος ο διατασσόμενος και την εκτέλεση της οποίας δικαιούται να διατάξει ο προϊστάμενος. Ως υπηρεσία νοείται κάθε δραστηριότητα με την οποία ο στρατιωτικός εκφράζει το μαχητικό του προορισμό. Πρόκειται δηλαδή για το σύνολο των ενεργειών που συνδέονται με την ιδιότητα του στρατιωτικού ως υπερασπιστή της πατρίδας και που ειδικότερα συνάγονται στην προπαρασκευή (όπως η βασική εκπαίδευσή τους στα κέντρα κατάταξής του ή σε άλλα ειδικά σχολεία, η εκμάθηση του χειρισμού των όπλων, η ρίψη χειροβομβίδων, ο εντοπισμός ναρκοπεδίου κ.α.), την εξασφάλιση, όπως είναι η υπηρεσία σκοπού, περιπόλου, φρουράς, επιφυλακής, πυρασφάλειας, θαλαμοφύλακα, αξιωματικού υπηρεσίας, και την εκδήλωση της μαχητικής του ικανότητας του στρατιωτικού, όπως είναι η θερινή διαβίωση, η συντήρηση των όπλων, οχυρών, στρατιωτικών οχημάτων και η συμμετοχή σε προγραμματισμένες ασκήσεις με τις οποίες ελέγχεται η σωματική ικανότητα και η ετοιμότητα προς δράση των εκπαιδευομένων. Δηλονότι με τον όρο “υπηρεσία” θεωρείται όχι οποιαδήποτε διατεταγμένη ενέργεια, αλλά μόνο εκείνη στα στρατιωτικά έργα, που προσιδιάζουν στον κύκλο του λειτουργικού προορισμού του στρατού ως τμήματος της κρατικής μηχανής. Και γ)ρητή άρνηση του διατασσόμενου ή σιωπηρά, που εκφράζεται με την από πρόθεση παράλειψη του τελευταίου να εκτελέσει τη δοθείσα εντολή. Υποκειμενικά εξάλλου απαιτείται δόλος, που συνίσταται στη γνώση και θέληση του δράστη να πραγματώσει τα στοιχεία που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος.
Περαιτέρω, κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Ε’ ΚποινΔ λόγο αναιρέσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει όταν ο Δικαστής αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει όταν το Δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχτηκε ότι αποδείχθηκαν στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διατάξεως αυτής, η οποία υπάρχει, όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσεως. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλόμενης υπ’αριθμ.70/2010 αποφάσεως του, τα οποία ως ενιαίο σύνολο παραδεκτώς αλληλοσυμπληρώνονται, το Τριμελές Αναθεωρητικό Δικαστήριο δέχτηκε, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των κατ’ είδος αναφερομένων στην ίδια απόφαση αποδεικτικών μέσων, ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, κατά πιστή αντιγραφή από το σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως: “Ο κατηγορούμενος ενώ ήταν στρατιωτικός, δηλαδή Λοχαγός (ΠΖ) και υπηρετούσε στη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων (ΣΣΕ) την 15-6-2007, ενώ έλαβε περί ώρα 14.00 προφορική διαταγή από τον Διοικητή του Συντάγματος Ευελπίδων, Συνταγματάρχη (ΠΖ) Σ. Μ., να συμμετάσχει ως Διμοιρίτης του 7ου ΠΕ του Συντάγματος Ευελπίδων (ΣΕ) της ΣΣΕ, δηλαδή ως Αξιωματικός του Επιτελείου του ΣΕ, στη γενική δοκιμαστική τελετή ορκωμοσίας μετά παρελάσεως των Ανθυπολοχαγών αποφοίτων της ΣΣΕ τάξεως 2007, που θα ελάμβανε χώρα περί ώρα 17.00 της ίδιας ημέρας στο στρατόπεδο της ΣΣΕ, παρουσία της Διοίκησης της Σχολής, αυτός δεν προσήλθε και δεν έλαβε μέρος στην εν λόγω δοκιμαστική τελετή μετά παρελάσεως, που πραγματοποιήθηκε κανονικά, παραλείποντας έτσι την εκτέλεση της παραπάνω διαταγής.

Ο κατηγορούμενος, απολογούμενος στο ακροατήριο, αρνήθηκε την παραπάνω κατηγορία, ισχυριζόμενος ότι αδυνατούσε να παρευρεθεί στην δοκιμαστική τελετή της ορκωμοσίας, λόγω σοβαρού προσωπικού προβλήματος, καθόσον η γιαγιά του ήταν σοβαρά άρρωστη και νοσηλευόταν σε νοσοκομείο, για το λόγο δε αυτό το πρωί της ίδιας ημέρας υπέβαλε στη Διοίκηση της Σχολής έγγραφη αναφορά ζητώντας την έκδοση υπηρεσιακού σημειώματος με το οποίο θα του παρέχονταν διευκρινίσεις για την εκτός ωραρίου απασχόληση του, άλλως την απαλλαγή του από την υποχρέωση της συμμετοχής του στη δοκιμαστική τελετή. Ο Ταξίαρχος (ΠΖ) Μ. Σ., τότε Συνταγματάρχης, Διοικητής του Συντάγματος Ευελπίδων της Σ.Σ.Ε., εξεταζόμενος στο ακροατήριο, κατέθεσε ότι είχε δοθεί προφορική διαταγή από τον Διοικητή της Σχολής για την πραγματοποίηση της δοκιμαστικής τελετής ορκωμοσίας την 17.00′ ώρα της ημέρας αυτής, την οποία μετέφερε ο ίδιος στα στελέχη κατά τη μεσημβρινή συγκέντρωση αυτών. Στη συγκέντρωση αυτή ενημερώθηκε και ο κατηγορούμενος, από τον ίδιο, για την υποχρέωση του να παρευρεθεί στη δοκιμαστική τελετή, παρά την αναφορά που είχε κάνει και του δόθηκαν και οι σχετικές κατευθύνσεις, χωρίς αυτός να προβάλει κάποια αντίρρηση. Τέλος ο μάρτυρας ανέφερε ότι ο κατηγορούμενος δεν επικαλέστηκε συγκεκριμένο προσωπικό πρόβλημα στην αναφορά του, ενώ η αναφορά αυτή δεν ήταν αναφορά παραπόνων για αυτό και δεν απαντήθηκε εγγράφως. Για ρητή διαταγή προς όλα τα στελέχη και ξεχωριστά προς τον κατηγορούμενο, σαφώς διατυπωμένη κατά τρόπο που δεν άφηνε περιθώρια παρερμηνείας, έκαναν λόγο στις καταθέσεις τους, που ελήφθησαν κατά τη διενέργεια της ΕΔΕ, οι μάρτυρες Γ. Δ. και Κ. Γ.. Αξιολογώντας τα παραπάνω στοιχεία διαπιστώνουμε κατ’ αρχήν ότι η διαταγή που δόθηκε στον κατηγορούμενο υπάγεται στον κύκλο ενεργειών που συνδέονται με την ιδιότητα του στρατιωτικού ως υπερασπιστή της πατρίδας, καθόσον η πραγματοποίηση της τελετής ορκωμοσίας των νέων Αξιωματικών και η παρέλαση, στην οποία όφειλε να παρευρίσκεται και ο κατηγορούμενος συμβάλλοντας, σύμφωνα με τις δοθείσες σε αυτόν κατευθύνσεις, στην επιτυχή πραγματοποίηση της, ανάγεται στην προπαρασκευή και εκδήλωση της μαχητικής ικανότητας του στρατιωτικού και αποτελεί έκφραση της αποστολής του στρατού. Επίσης η παραπάνω διαταγή δόθηκε στον κατηγορούμενο αρμοδίως από τον αρχηγό του, δηλαδή από τον Διοικητή του Συντάγματος Ευελπίδων της Σ.Σ.Ε., στο επιτελείο του οποίου ανήκε και αυτός, ως Διμοιρίτης του 7ου ΛΕ. Βέβαια η εν λόγω διαταγή δεν δόθηκε εγγράφως αλλά προφορικά, το γεγονός όμως αυτό ουδόλως επηρεάζει το σύννομο αυτής και κατ’ επέκταση τη δεσμευτικότητά της, εφόσον είναι βέβαιο ότι αυτή απευθύνθηκε προς τα στελέχη του Συντάγματος κατά τρόπο ρητό και αδιαμφισβήτητο, κατά την μεσημβρινή συγκέντρωση αυτών. Τέλος προέκυψε άνευ ουδεμίας αμφιβολίας ότι ο κατηγορούμενος έλαβε γνώση της παραπάνω διαταγής και της υποχρέωσής του να την εκτελέσει, παρά το γεγονός ότι δεν είχε απαντηθεί εγγράφως η αναφορά που είχε υποβάλει σχετικά με την εκτέλεση αυτής σε εκτός ωραρίου χρόνο, αφού παρευρισκόταν στη συγκέντρωση των στελεχών και μάλιστα του δόθηκαν οι αναγκαίες διευκρινήσεις για την εκτέλεση της αποστολής του, χωρίς αυτός να προβάλλει περαιτέρω αντιρρήσεις. Όσον αφορά δε το προσωπικό πρόβλημα που επικαλέστηκε αυτός για να δικαιολογήσει την πράξη του, θα πρέπει να σημειωθεί ότι πρόκειται για αναπόδεικτο και αβάσιμο ισχυρισμό, τον οποίο προέβαλε για πρώτη φορά στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, ενώ στην αναφορά του είχε κάνει αορίστως λόγο για αδυναμία εκτέλεσης της διαταγής επειδή αυτή ήταν προφορική και δεν προσδιοριζόταν ο χρόνος της απασχόλησης του εκτός του ωραρίου εργασίας. Να σημειωθεί επίσης ότι στην υπ’ αριθ. πρωτ. 5455/3-4-2009 βεβαίωση του 1ου Νοσοκομείου ΙΚΑ, που προσκόμισε η υπεράσπιση του κατηγορουμένου στο παρόν Δικαστήριο και αφορά την Τ. Σ., αναφέρεται ότι αυτή νοσηλεύτηκε από 23-5-2007 έως και 30-5-2007 και όχι την επίδικη ημερομηνία. Ως εκ τούτουν, ο ισχυρισμός αυτός του κατηγορουμένου ουδεμία επιρροή δύναται να ασκήσει στην υποκειμενική του ευθύνη για την τέλεση της πράξης του.
Συνεπώς ουδεμία αμφιβολία καταλείπεται ότι ο κατηγορούμενος, καίτοι γνώριζε ότι όφειλε, εκτελώντας τη διαταγή του Διοικητή του ΣΕ της ΣΣΕ, να συμμετάσχει στην παραπάνω δοκιμαστική τελετή, εκτελώντας την υπηρεσία αυτή, αδικαιολόγητα και παράνομα παρέλειψε να συμμορφωθεί με τη διαταγή αυτή, συμπεριφορά που αποτελεί αναίρεση του μαχητικού του προορισμού, συνιστώντας το αδίκημα της ανυπακοής. Κατόπιν των ανωτέρω εκτεθέντων, κατά την κρατήσασα γνώμη των μελών του Δικαστηρίου που πλειοψήφησαν, πληρούνται τα στοιχεία της αντικειμενικής και της υποκειμενικής υπόστασης της αποδιδομένης στον κατηγορούμενο πράξεως της ανυπακοής σε ειρηνική περίοδο και θα πρέπει ο κατηγορούμενος να κηρυχθεί ένοχος.” Στη συνέχεια το ως άνω Δικαστήριο κήρυξε, κατά πλειοψηφία, ένοχο τον αναιρεσείοντα του εγκλήματος της ανυπακοής στρατιωτικού σε ειρηνική περίοδο και με την παραδοχή της συνδρομής στο πρόσωπό του της ελαφρυντικής περίστασης του άρθρου 84 παρ.2α του ΠΚ (πρότερης έντιμης ζωής) του επέβαλε ποινή φυλάκισης τριών (3) μηνών, της οποίας ανέστειλε την εκτέλεση για τρία (3) έτη.

Με βάση τις παραπάνω παραδοχές το Δικαστήριο της ουσίας δεν ερμήνευσε και δεν εφάρμοσε την ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 53 παρ. περ.α του ΣΠΚ, καθόσον η ανωτέρω συμπεριφορά του αναιρεσείοντος δεν συνιστά ανυπακοή στρατιωτικού σε ειρηνική περίοδο, αφού απ’αυτήν και μόνο δεν προσβλήθηκε το έννομο αγαθό της μαχητικότητας του στρατεύματος, ενόψει του ότι η δοκιμαστική τελετή ορκομωσίας-παρέλαση των νέων αξιωματικών της ΣΣΕ στην οποία είχε λάβει διαταγή προφορικά να συμμετέχει ο αναιρεσείων ούτε ματαιώθηκε, ούτε αναβλήθηκε, αλλά πραγματοποιήθηκε με την ευχερή αντικατάσταση αυτού από άλλον ως διμοιρίτη του 7ου Λόχου του Συντάγματος Ευελπίδων της ΣΣΕ. Δηλαδή με τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε το Δικαστήριο της ουσίας ότι τέλεσε ο αναιρεσείων δεν θεμελιώνεται η αντικειμενική υπόσταση του στρατιωτικού εγκλήματος για το οποίο ασκήθηκε σε βάρος του ποινική δίωξη και καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων.

Συνεπώς η προσβαλλόμενη απόφαση που δέχθηκε τα αντίθετα πρέπει να αναιρεθεί, κατά παραδοχή ως βασίμου του από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.ε του ΚΠΔ λόγον αναίρεσης της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή της ως άνω ουσιαστικής ποινικής διάταξης και περαιτέρω πρέπει, σύμφωνα με το άρθρο 518 παρ.1 του ιδίου Κώδικα, εφόσον από τα εκτιθέμενα στην προσβαλλόμενη απόφαση πραγματικά περιστατικά, ως αμέσως ανωτέρω, δεν υφίσταται αξιόποινη πράξη, ο κατηγορούμενος και ήδη αναιρεσείων να κηρυχθεί αθώος.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την υπ’αριθμ.70/2010 απόφαση του Τριμελούς Αναθεωρητικού Δικαστηρίου.
Κηρύσσει αθώο τον κατηγορούμενο και ήδη αναιρεσείοντα Α. Μ. του Γ., κατοίκου … για την αξιόποινη πράξη της ανυπακοής στρατιωτικού σε ειρηνική περίοδο, πράξη που αυτός φέρεται ότι τέλεσε στη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων στη Βάρη Αττικής την 15-6-2007, με τη μη εκτέλεση της προφορικής οριστικής διαταγής που έλαβε από το Διοικητή του ΣΕ Συνταγματάρχη (ΠΖ) Σ. Μ. να συμμετάσχει ως διμοιρίτης λόχου στη γενική δοκιμαστική τελετή ορκωμοσίας μετά παρελάσεως των Ανθυπολοχαγών αποφοίτων της ΣΣΕ τάξεως 2007 κατά την ανωτέρω ημέρα.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 17 Μαΐου 2011.

Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 7 Ιουνίου 2011.
Η ΠΡΟΕΔΡΕΥΟΥΣΑ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Τα σχόλια δεν επιτρέπονται.